Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΖΟΛΕΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

O Γιώργος Καζολέας είναι Δικηγόρος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας καθώς και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης της Κύπρου. Με εμπειρία στη μάχιμη δικηγορία από το 2005, παρέχει  δικαστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς του Αστικού και Διοικητικού Δικαίου. Ειδικεύεται κυρίως σε υποθέσεις Εμπορικού και Τραπεζικού Δικαίου, Δικαίου Προστασίας των Καταναλωτών, Δικαίου Συμβάσεων, Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Δημοσιοϋπαλληλικού, Κοινωνικοασφαλιστικού, Δημόσιους Διαγωνισμούς και Μεταναστευτικού Δικαίου, καθώς επίσης και στο Δίκαιο των Ακινήτων, Δίκαιο Μισθώσεων, Δίκαιο του Διαδικτύου, Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Δίκαιο Σημάτων και Ιατρικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Από το 2005 στην Ελλάδα και από το 2016 και στην Κύπρο ο Γιώργος Καζολέα...

Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα μετά το γάμο: Εξαίρεση δωρεών και κληρονομιών κατά τον υπολογισμό της αύξησης της περιουσίας (κυπριακό δίκαιο)

του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου

Η ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συζύγων μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση αποτελεί ένα από τα βασικά προβλήματα και χαρακτηρίζεται συνηθέστερα από το ζήτημα της συνεισφοράς του ενός συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου.

Σύμφωνα με το κυπριακό οικογενειακό δίκαιο, σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.[1]

Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.[2]

«Συνεισφορά» σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.[3]

Σημαντικός εν προκειμένω είναι ο καθορισμός της έννοιας της περιουσίας. Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο σχετικός νόμος, “περιουσία” σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.[4]

Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ότι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αμέσως παραπάνω αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.[5]

Με βάση τα παραπάνω, όταν ο ένας από τους συζύγους έχει αποκτήσει με δωρεά ή κληρονομιά ένα ακίνητο, είτε οικόπεδο είτε οικία, αυτό το περιουσιακό στοιχείο δεν μπορεί να προσμετρηθεί στην περιουσία ως αύξηση ώστε να διεκδικηθεί από τον άλλο σύζυγο.

Επίσης αν ο σύζυγος κληρονόμησε για παράδειγμα ένα ακίνητο και εν συνεχεία το πώλησε και με τα χρήματα απόκτησε μία κατοικία και πάλι δεν προσμετράται ως αύξηση, καθώς πρόκειται για διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε από κληρονομιά. Ωστόσο αν στην ίδια κατοικία κατά τη διάρκεια του γάμου έγινε μεταγενέστερα ανακαίνιση και δαπανήθηκε επιπλέον ποσό χρημάτων από τους συζύγους με αποτέλεσμα την αύξηση της αγοραστικής αξίας της κατοικίας, τότε υφίσταται αύξηση της περιουσίας ως προς την αναβάθμιση της τιμής του ακινήτου.

Για το συγκεκριμένο θέμα η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων έχει αποφανθεί ότι το πρώτο που πρέπει να τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού. Εξαιρείται από τη διανομή και δεν προσμετρά ως αύξηση περιουσία η οποία δωρίζεται σε σύζυγο καθώς και το προϊόν της διάθεσής της. Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, και το τρίτο, ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς.  Εάν η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική, ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του παραπάνω νόμου, δηλαδή το 1/3.[6]

Σημειώνεται ότι η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου.

Η αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ

[1] Άρθρο 14 εδ.1 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (232/1991)

[2] Άρθρο 14 εδ.2 του παραπάνω Νόμου.

[3] Άρθρο 2 του παραπάνω Νόμου.

[4] Άρθρο 2 του παραπάνω Νόμου.

[5] Άρθρο 14 εδ.3 του παραπάνω Νόμου.

[6] Ορφανίδης v. Ορφανίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 179.

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου