Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΖΟΛΕΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

O Γιώργος Καζολέας είναι Δικηγόρος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας καθώς και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης της Κύπρου. Με εμπειρία στη μάχιμη δικηγορία από το 2005, παρέχει  δικαστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς του Αστικού και Διοικητικού Δικαίου. Ειδικεύεται κυρίως σε υποθέσεις Εμπορικού και Τραπεζικού Δικαίου, Δικαίου Προστασίας των Καταναλωτών, Δικαίου Συμβάσεων, Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Δημοσιοϋπαλληλικού, Κοινωνικοασφαλιστικού, Δημόσιους Διαγωνισμούς και Μεταναστευτικού Δικαίου, καθώς επίσης και στο Δίκαιο των Ακινήτων, Δίκαιο Μισθώσεων, Δίκαιο του Διαδικτύου, Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Δίκαιο Σημάτων και Ιατρικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Από το 2005 στην Ελλάδα και από το 2016 και στην Κύπρο ο Γιώργος Καζολέα...

Εκδίκαση υποθέσεων σε εύλογο χρόνο: Ο κυπριακός νόμος περί αποτελεσματικών θεραπειών

Το 2010 ψηφίστηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου ο Νόμος περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο.

Στο προοίμιο του Νόμου παρέχεται η δικαιολογητική βάση της θέσπισής του, όπου αναφέρεται: «Σε αριθμό ατομικών προσφυγών που στρέφονταν κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διάγνωσε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης για το λόγο ότι τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των αιτητών σε πολιτικές υποθέσεις και προσφυγές δεν είχαν διαγνωσθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια σε εύλογο χρόνο όπως απαιτεί το υπό αναφορά Άρθρο και διέγνωσε επίσης παραβίαση του Άρθρου 13 της Σύμβασης για το λόγο ότι δεν υπήρχαν στη Δημοκρατία αποτελεσματικές θεραπείες όπως απαιτεί το Άρθρο 13 σε σχέση με τους ισχυρισμούς των αιτητών για παραβίαση της απαίτησης του Άρθρου 6.1».

Πρόνοιες του Νόμου

Ο Νόμος θεσπίζει ένα ένδικο βοήθημα και συγκεκριμένα την άσκηση αγωγής ή πρωτογενούς αίτησης (στις εκκρεμείς διαδικασίες) κατά της Δημοκρατίας για κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι ο χρόνος εκδίκασης αστικής υπόθεσής του υπερέβη τον εύλογο χρόνο.

Το πεδίο εφαρμογής του Νόμου εκτείνεται σε υποθέσεις επαρχιακού δικαστηρίου ή σε υποθέσεις του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είτε αυτές εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο πρωτόδικα ή κατ’ έφεση είτε αυτές περατώθηκαν.

Η αγωγή στην οποία μπορούν να ζητούνται αποζημιώσεις υλικές και μη καθώς και δικηγορικά έξοδα, μπορεί να εγείρεται για παραβίαση του δικαιώματος σε υπόθεση που περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης, περιλαμβανομένου εκείνου της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, ανεξάρτητα αν για την παραβίαση του δικαιώματος στο στάδιο εκτέλεσης υπέχουν ευθύνη οι δικαστικές αρχές, ή άλλες αρχές της Δημοκρατίας.

Η αγωγή εγείρεται εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία περάτωσης της υπόθεσης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή την ημερομηνία εκτέλεσης, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ότι η αγωγή δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εγερθεί εντός της πιο πάνω προθεσμίας.

Επισημαίνεται ότι αντίστοιχη θεραπεία μπορεί να ζητηθεί και στο πλαίσιο εκκρεμούσας υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, πρόσωπο που είναι διάδικος δικαιούται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ενόσω εκκρεμεί η υπόθεση, να προσφύγει με πρωτογενή αίτηση κατά της Δημοκρατίας ισχυριζόμενος ότι παραβιάστηκε στην υπόθεση το δικαίωμά του σε διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του σε εύλογο χρόνο, χωρίς να αναστέλλεται ή να αναβάλλεται η κύρια διαδικασία.

Στο άρθρο 11 του Νόμου, καθορίζονται οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον δικαστήριο για τη διάγνωση του αν παραβιάστηκε το σχετικό δικαίωμα του προσφεύγοντος ή όχι. Ειδικότερα απαριθμούνται τα εξής:

(α) ο συνολικός χρόνος που εκκρεμεί ή που διήρκεσε η διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο καταχώρισής της στο δικαστήριο και, όπου είναι σχετικός, οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο,

(β) η φύση της υπόθεσης στην οποία κατά τον ισχυρισμό του ενάγοντα ή του αιτούντα παραβιάστηκε το δικαίωμά του,

(γ) η τυχόν πολυπλοκότητα της εν λόγω υπόθεσης,

(δ) η συμπεριφορά του ενάγοντα ή αιτούντα στη διαδικασία της υπόθεσης,

(ε) η συμπεριφορά των δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, περιλαμβανομένων, όπου είναι σχετικές, των διαδικασιών εκτέλεσης, και την προώθηση της υπόθεσης στα εν λόγω στάδια και διαδικασίες,

(στ) η συμπεριφορά άλλων αρχών της Δημοκρατίας, όπου είναι σχετική, στο στάδιο και στις διαδικασίες εκτέλεσης, όπως και σε τυχόν σχετικά στάδια και διαδικασίες που προηγήθηκαν της καταχώρισης της υπόθεσης στο δικαστήριο,

(ζ) οποιοιδήποτε άλλοι παράγοντες που εκάστοτε λαμβάνει υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως σχετικούς με το υπό κρίση ζήτημα όπως προκύπτουν από τη σχετική με το θέμα νομολογία του.

Στις εκκρεμείς διαδικασίες προβλέπεται ότι η απόφαση με την οποία διαγιγνώσκεται παραβίαση του δικαιώματος, μεταβιβάζεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο εκδίδει οδηγίες που υπό τις περιστάσεις κρίνει αναγκαίες για επιτάχυνση της διαδικασίας στην υπόθεση που εκκρεμεί ώστε να αποτραπεί τυχόν συνέχιση της καθυστέρησης ή νέες καθυστερήσεις και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο συνέχισης της παραβίασης ή νέων παραβιάσεων του δικαιώματος οποιουδήποτε διαδίκου στην εκκρεμούσα υπόθεση.

Οι οδηγίες αυτές μπορεί να είναι (α) άμεσος ορισμός της υπόθεσης που εκκρεμεί για οδηγίες ή ακρόαση, (β) καταχώριση δικογράφων που δεν έχουν ακόμα καταχωριστεί εντός τακτών προθεσμιών που ορίζονται στις οδηγίες, (γ) ετοιμασία πρακτικών, (δ) ψήφιση εξόδων που τυχόν να έχουν επιδικαστεί, (ε) κατά προτεραιότητα διεξαγωγή της ακρόασης της υπόθεσης ή οποιωνδήποτε ενδιάμεσων αιτήσεων, (στ) κατά προτεραιότητα διεκπεραίωση των διαδικασιών ενδιάμεσων αιτήσεων ή άλλων ενδιάμεσων διαδικασιών, (ζ) κατά προτεραιότητα έκδοση απόφασης που επιφυλάχθηκε στην υπόθεση ή σε ενδιάμεση αίτηση, και (η) κατά προτεραιότητα διεκπεραίωση από τις δικαστικές αρχές στην έκταση που εμπλέκονται, των διαδικασιών εκτέλεσης απόφασης που εκδόθηκε στην υπόθεση.

Νομολογιακή Αντιμετώπιση του Νόμου

Η έννοια του «εύλογου χρόνου» αποτυπώνεται στην υπόθεση Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, όπου αναφέρεται: «Δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του ευλόγου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται. Το δεδομένο είναι ότι η νομολογία του ΕΔΑΔ έχει καθορίσει τα κριτήρια με βάση τα οποία κρίνεται η παραβίαση του ευλόγου χρόνου. Στην Frydlender v. France [2001] 31 EHRR 1152, αποφασίστηκε ότι το εύλογο της διάρκειας της όλης εκκρεμοδικίας πρέπει να συνεκτιμάται υπό το φως των όλων περιστατικών της υπόθεσης, με ειδική αναφορά στο περίπλοκο της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών και τι διακυβεύεται για τον αιτητή στην κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Ταυτόχρονα, έχει λεχθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να οργανώσουν το νομικό τους σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα Δικαστήρια της χώρας να διασφαλίζουν σε κάθε πολίτη το δικαίωμα σε τελική απόφαση εντός ευλόγου χρόνου. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Bottazzi ν. Italy, Αppl. 34884/97, 28.7.1999, το αντικείμενο της πρόνοιας του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης είναι να προστατεύει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο από του να ζει για υπέρμετρο χρόνο κάτω από το άγχος της αβεβαιότητας, και γενικότερα, να διασφαλίζεται ότι η δικαιοσύνη αποδίδεται χωρίς καθυστερήσεις, οι οποίες και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της. Το ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει ως παράγοντα καθυστέρησης την έννοια του ότι οι ίδιοι οι διάδικοι είναι υπεύθυνοι για την πρόοδο της διαδικασίας, (Wemholf v. FRG A 7 [1968]). Αποτελεί αντίθετα, υποχρέωση του κράτους να βεβαιώνει ότι η όλη διαδικασία έχει την αναμενόμενη πρόοδο, (Union Alimentaria Sanders SA v. Spain 12 EHRR 24). Ο διάδικος, από την άλλη, έχει την ευθύνη να επιδείξει την αναγκαία σπουδή στην προώθηση της υπόθεσης του λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία διαδικαστικά βήματα, αποφεύγοντας ταυτόχρονα παρελκυστικές τακτικές, (Monnet v. France A 273-A [1993])».

Στην υπόθεση Κώστας Δημητρίου ως Διαχειριστής περιουσίας αποβιώσαντος κατά Γεν.Εισαγγελέα (2015) 1 ΑΑΔ 47, 27 Ιανουαρίου, 2015, το Δικαστήριο θεώρησε ότι επί έφεσης τράπεζας κατά ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της τράπεζας για διαγραφή της  Έκθεσης Απαίτησης και της αγωγής που καταχώρισε ο αιτών η εν λόγω απόφαση δεν θα διαγνώσει οποιαδήποτε αστικά δικαιώματα του αιτούντος ώστε η έφεση να αποτελεί διαδικασία στην οποία εφαρμόζεται ο Νόμος για τις Αποτελεσματικές Θεραπείες. Επίσης το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι ο αιτών υπέστη  οποιαδήποτε ζημιά, βλάβη ή απώλεια, χρηματική ή άλλη, η οποία μπορεί να αποδοθεί στην εκκρεμοδικία της έφεσης και για το λόγο αυτό απέρριψε την αίτηση.

Στην πρωτογενή αίτηση 267/2018 C.S.G. Neokleous Brothers Constructions Ltd κατά Γεν.Εισαγγελέα Ε.Δ.Πάφου, 19.3.2019,  το Δικαστήριο δέχθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα της αιτούσας για εκδίκαση της υπόθεσής της (αγωγή του 2008) εντός ευλόγου χρόνου, παραθέτοντας ορισμένες πολύ σημαντικές διαπιστώσεις: «Η Αιτήτρια δεν επέδειξε συμπεριφορά που να μπορεί να θεωρηθεί ότι προκάλεσε καθυστέρηση.  Η έγκριση ή όχι αιτήματος αναβολής της ακρόασης αγωγής είναι καθήκον του Δικαστήριο που ασκείται δικαστικά.  Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την προσέγγιση του αντιδίκου στο ζήτημα, που συνυπολογίζεται χωρίς να έχει καταλυτική σημασία.   Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η Αιτήτρια σε λίγες μόνο περιπτώσεις δεν είχε φέρει ένσταση σε αιτήματα αναβολής της ακρόασης της αγωγής από τις Εναγόμενες. Η Δημοκρατία υπέχει ευθύνης για τις πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης (άρθρο 11(ε)), σύμφωνα δε με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κατ' εφαρμογή του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών  τα κράτη υποχρεούνται να οργανώνουν την έννομη τάξη τους κατά τρόπο ώστε τα εθνικά Δικαστήρια να είναι σε θέση να διασφαλίζουν το δικαίωμα στην έκδοση οριστικής απόφασης εντός εύλογης προθεσμίας.  Ο όγκος των παλαιών υποθέσεων που επέβαλε στο εκδικάζον Δικαστήριο να αναβάλει την εκδίκαση της επίδικης αγωγής, όσον και αν μπορεί συνιστά επαρκή δικαιολογία για το ίδιο το Δικαστήριο, δεν συνιστά δικαιολογία για το σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης.  Και η δικαιολογία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου μπορεί μόνο να αφορά τις πρώτες περιπτώσεις αναβολής λόγω έλλειψης χρόνου.  Αφότου τούτο συνέβηκε, έπρεπε η αγωγή να προγραμματιστεί σε κατάλληλη ημερομηνία με νεότερες αγωγές ώστε να λάβει την προτεραιότητα που δικαιούται». 

Σε αντίστοιχη αναφορά προβαίνει το Δικαστήριο και στην υπόθεση Mάριος Ηλιάδης κ.α. κατά Γεν.Εισαγγελέα (2016) 1 ΑΑΔ 1305, 31.5.2016, όπου παρά την απόρριψη τελικά της αίτησης για αποτελεσματική θεραπεία, διαπιστώνει ότι ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων (εφέσεων) δεν ήταν απρόβλεπτος ώστε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση της εκδίκασης της υπό κρίσης υπόθεσης: «Όπως είναι νομολογημένο από το ΕΔΑΔ ο όγκος των υποθέσεων και εν γένει της δικαστικής εργασίας δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την παραβίαση του δικαιώματος δίκης σε εύλογο χρόνο. Τέτοιος όγκος υποθέσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη ωστόσο, εάν είναι απρόβλεπτα μεγάλος…Αποτελεί υποχρέωση του κράτους να διασφαλίσει τέτοιον αριθμό δικαστών ώστε η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται σε εύλογο χρόνο. Παρά το αδιαμφισβήτητα μεγάλο όγκο των εφέσεων ως φαίνεται από το τεκμ.Β δεν μπορούμε να oμιλούμε για απρόβλεπτο όγκο (a backlog of cases that was not reasonable forceable) ώστε να είμαστε δικαιολογημένοι να θεωρήσουμε ότι συντρέχει αυτός ο παράγοντας».

Διαβάστε την αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ

(πηγή αποφάσεων : cylaw.org)

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου