Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΖΟΛΕΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

O Γιώργος Καζολέας είναι Δικηγόρος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας καθώς και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης της Κύπρου. Με εμπειρία στη μάχιμη δικηγορία από το 2005, παρέχει  δικαστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς του Αστικού και Διοικητικού Δικαίου. Ειδικεύεται κυρίως σε υποθέσεις Εμπορικού και Τραπεζικού Δικαίου, Δικαίου Προστασίας των Καταναλωτών, Δικαίου Συμβάσεων, Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Δημοσιοϋπαλληλικού, Κοινωνικοασφαλιστικού, Δημόσιους Διαγωνισμούς και Μεταναστευτικού Δικαίου, καθώς επίσης και στο Δίκαιο των Ακινήτων, Δίκαιο Μισθώσεων, Δίκαιο του Διαδικτύου, Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Δίκαιο Σημάτων και Ιατρικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Από το 2005 στην Ελλάδα και από το 2016 και στην Κύπρο ο Γιώργος Καζολέα...

Eπανάληψη της δίκης όταν προκύπτουν νέα αποδεικτικά στοιχεία: Δεδικασμένο και ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης (άρθρο 362 § 5 Γερμ.ΚΠΔ)

Του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου

Το Νοέμβριο του 1981 το πτώμα μιας 17χρονης μαθήτριας βρέθηκε στο δάσος του Hambϋhren, κοντά στο Celle της Βόρειας Γερμανίας. Το κορίτσι είχε βιασθεί και δολοφονηθεί με άγριο τρόπο με αλλεπάλληλες μαχαιριές. Ως ύποπτος αναγνωρίστηκε ο νεαρός Ismet H. , ο οποίος καταδικάστηκε το 1982 πρωτοδίκως σε ισόβια κάθειρξη από το περιφερειακό δικαστήριο του Lϋneburg.

Ωστόσο το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ακύρωσε σε β’ βαθμό την απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Strade, το οποίο στη συνέχεια αθώωσε τον Ismet H., λόγω έλλειψης στοιχείων και αμφισβητώντας ότι τα ίχνη από ελαστικά αυτοκινήτου που βρέθηκαν κοντά στον τόπο του εγκλήματος προέρχονταν από το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου.

Νέα στοιχεία 30 χρόνια μετά

Τριάντα σχεδόν χρόνια μετά, το 2012, το Κρατικό Γραφείο Αστυνομίας εγκλημάτων της Κάτω Σαξονίας εκπόνησε μια μοριακή γενετική έκθεση. Το αποτέλεσμα έδειξε ότι το DNA του πρώην κατηγορούμενου και αθωωθέντος ταιριάζει με το DNA του ίχνους σπέρματος που βρέθηκε στο εσώρουχο του 17χρονου κοριτσιού.

Λόγω του δεδικασμένου της αθωωτικής απόφασης, τα νέα αυτά πολύ σοβαρά στοιχεία δεν μπόρεσαν αρχικά να ληφθούν υπόψη σε βάρος του Ismet H.  Σύμφωνα με το άρθρο 362 του Γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (StPO) όπως ίσχυε μέχρι πρότινος, oι διαδικασίες που έχουν περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση μπορούν να επαναληφθούν εις βάρος του κατηγορουμένου, μόνο στις εξής περιπτώσεις:

-Όταν ένα έγγραφο που παρουσιάστηκε ως γνήσιο υπέρ του στην κύρια ακρόαση ήταν πλαστό ή παραποιημένο,

-Εάν ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας κρίθηκε ένοχος για εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παράβαση του καθήκοντος του όρκου ή εσκεμμένη ψευδή ανωμοτί μαρτυρία σε κατάθεση ή πραγματογνωμοσύνη που δόθηκε υπέρ του κατηγορουμένου ,

-Εάν στην απόφαση συμμετείχε δικαστής ή ένορκος που κρίθηκε ένοχος για ποινική παράβαση καθηκόντων του σε σχέση με την υπόθεση και

-Εάν ο αθωωθείς ομολόγησε με αξιόπιστο τρόπο το έγκλημα δικαστικά ή εξώδικα.

Η νέα διάταξη στον Γερμανικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Το 2021 ωστόσο προστέθηκε μια ακόμα περίπτωση στο παραπάνω άρθρο, η παράγραφος 5 του άρθρου 362 StPO που έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντεγκλήσεις στη Γερμανία ανάμεσα σε ποινικολόγους και συνταγματολόγους. 

Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, η δίκη μπορεί επίσης να επαναληφθεί, εάν προσκομιστούν νέα γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία που, μόνα τους ή σε συνδυασμό με αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως, αποτελούν επιτακτικούς λόγους καταδίκης αθωωθέντος κατηγορούμενου για φόνο, γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ή εγκλήματα πολέμου κατά προσώπου.

Η νέα ρύθμιση κρίθηκε επιτακτική καθώς μέχρι την καθιέρωσή της, δεν υπήρχε η δυνατότητα αξιοποίησης νέων αποδεικτικών στοιχείων που είναι σε θέση πλέον να εισφέρει η νέα τεχνολογία , όπως η ανάλυση DNA και η Ψηφιακή Εγκληματολογία, προς τον σκοπό ανατροπής μιας αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης.[1]

Ενστάσεις στη νέα ρύθμιση

Οι πρώτες αντιδράσεις έκαναν λόγο για μη συμβατότητα της νέας διάταξης με τo Σύνταγμα της Γερμανίας και ειδικότερα με την διάταξη του άρθρου 103 παρ. 3, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να τιμωρηθεί περισσότερες από μία φορές για την ίδια πράξη με βάση τους γενικούς ποινικούς νόμους (αρχή «ne bis in idem»). Ενστάσεις έχουν διατυπωθεί και για ενδεχόμενη αντίθεση της διάταξης με την αρχή της απαγόρευσης της αναδρομικότητας.

Ο Γερμανικός Δικηγορικός Σύλλογος (DAV) έχει προειδοποιήσει για παραβίαση του Συντάγματος και ειδικότερα της αρχής «ne bis in idem» υποστηρίζοντας ότι μεταξύ της ασφάλειας δικαίου και της ουσιαστικής δικαιοσύνης, το Σύνταγμα «αποφάσισε ξεκάθαρα υπέρ του δεδικασμένου».[2]

Aυτός ήταν και ο βασικός ισχυρισμός του αθωωθέντος και εκ νέου κατηγορηθέντος Ismet H. για τη δολοφονία της 17χρονης μαθήτριας, όταν κλήθηκε να αμφισβητήσει στο Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του Celle, την απόφαση του περιφερειακού δικαστήριου στο Verden , το οποίο έκανε δεκτή την αίτηση του εισαγγελέα και διέταξε την προφυλάκιση του Ismet τον Φεβρουάριο του 2022. [3]

39 χρόνια μετά ξανά κατηγορούμενος για φόνο

Σύμφωνα με το σκεπτικό της σημαντικής αυτής απόφασης, η νέα έκθεση DNA, σε σχέση με τα προηγούμενα αποδεικτικά στοιχεία, αποτελούσε επείγοντα λόγο κατά την έννοια του άρθρου 362 παρ. 5 StPO για να κατηγορηθεί και δικασθεί εκ νέου ο Ismet H. για φόνο, 39 χρόνια μετά την αθώωσή του.

Η απόφαση Δικαστηρίου του Celle , της 20ης Απριλίου 2022, καταρρίπτει τα επιχειρήματα όσων αμφισβητούν την συνταγματικότητα της παραγράφου 5 του άρθρου 362 του Γερμ.Κώδικα Ποιν.Δικονομίας. Σύμφωνα με την απόφαση, η απαγόρευση της διπλής τιμωρίας δεν είναι απόλυτη και δίνει στον νομοθέτη τη δυνατότητα να εγκρίνει ρυθμίσεις όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 362 StPO. Σύμφωνα με τους δικαστές, η διάταξη περιορίζεται μόνο σε εξαιρετικά στενά καθορισμένο είδος υποθέσεων και προβλέπει πληθώρα αυστηρών προϋποθέσεων για την επανάληψη της δίκης.

Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπάρχουν «νέα» γεγονότα ή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, ως «επείγοντες» λόγοι, θα πρέπει να δικαιολογούν την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον κάποιου που έχει ήδη αθωωθεί.  Επιπλέον, η διάταξη προβλέπει τη δυνατότητα επανάληψης της δίκης μόνο για τα σοβαρότερα, μη παραγραφέντα εγκλήματα, όπως φόνοι, γενοκτονία ή εγκλήματα πολέμου, γεγονός που περιορίζει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής. Σύμφωνα με το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του Celle, ο νομοθέτης κινείται έτσι στο πλαίσιο της δυνατότητας που του παρέχει το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο να εξειδικεύσει περαιτέρω το άρθρο 103 παράγραφος 3 του Συντάγματος[4].

Το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου του Celle

Το Δικαστήριο τονίζει ότι δεν υπάρχουν άλλα μέσα λιγότερο επαχθή που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των νομοθετικών στόχων που συνδέονται με τη νέα διάταξη του Γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με συγκριτικά επιτυχημένο τρόπο. Η δυνατότητα μεταγενέστερης καταδίκης ενός προσώπου που έχει αθωωθεί αμετάκλητα σε περίπτωση μεταγενέστερων γεγονότων ή αποδεικτικών στοιχείων σε περίπτωση διάπραξης ενός από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο § 362 παρ. 5 StPO δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο τρόπο εκτός από τη δημιουργία αντίστοιχου λόγου για επανάληψη της δίκης[5].

Μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά το Δικαστήριο: «Με τον τρόπο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί η τήρηση του δεδικασμένου της αθωωτικής απόφασης, η οποία θεωρείται αφόρητη, υπέρ της εγκαθίδρυσης ουσιαστικής δικαιοσύνης. ...Αυτές οι προσπάθειες του νομοθέτη είναι θεμιτές από κάθε άποψη»[6].

Δεδικασμένο και απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης

Προφανώς στην τελευταία αυτή σκέψη βρίσκεται η ουσία της συζήτησης για τη συμβατότητα, τη δικαιολόγηση, το δίκαιο ή άδικο της εν λόγω ρύθμισης. Όταν ένα τόσο σοβαρό και ειδεχθές έγκλημα οδηγείται εκ των υστέρων, έστω και πολύ εκ των υστέρων,  στην εξιχνίαση με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα, ποιος δικαιολογητικός λόγος μπορεί να επιτρέπει στον κατηγορούμενο να κρύβεται πίσω από την επίκληση της συνταγματικής αρχής της απαγόρευσης του ne bis in idem;

Στην πραγματικότητα, ο φερόμενος ως δράστης του αποτρόπαιου εγκλήματος κατάφερε να απαλλαγεί εκμεταλλευόμενος την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, έτσι το έγκλημα δεν εξιχνιάστηκε και άρα η δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε.

Ποιός δικαιολογητικός λόγος μπορεί να τον αφήσει ανέγγιχτο στην ασφάλεια (δικαίου ή μήπως αδίκου;) της αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, όταν αδιάσειστα μεταγενέστερα στοιχεία τον 'δείχνουν' ως ένοχο;

Η νέα διάταξη του Γερμανικού ΚΠΔ δεν αποτελεί παρά ένα παράδειγμα νομοθεσίας που λειτουργεί διορθωτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων στα οποία δεν εξουδετερώθηκε η ουσιαστική αδικία που προκαλεί μια εσφαλμένη αθώωση ενώ παράλληλα οι αυστηρές προϋποθέσεις και το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της προσφέρουν τις απαραίτητες εγγυήσεις για όσους αθωώθηκαν αμετάκλητα στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.

 Η αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ


[1] Der neue § 362 Nr. 5 StPO im System der Wiederaufnahmegründe (Sophie-Charlotte von Bierbrauer zu Brennstein, LL.B., M.A., Potsdam) δημοσιευμένο σε www.hrr-strafrecht.de

[2] Stephan Cohnen, ποινικολόγος, μέλος της Επιτροπής Ποινικού Δικαίου του Γερμανικού Δικηγορικού Συλλόγου (DAV), δημοσίευση στο άρθρο Bald Frei­spruch unter Vor­be­halt?, 19.11.2019, lto.de

[3] Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2022, Az. 1 Ks 148 Js 1066/22

[4] OLG Celle, Απόφαση 20.04.2022 - 2 Ws 62/22 δημοσίευση: https://openjur.de

[5] Ο.π.

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου