Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΖΟΛΕΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

O Γιώργος Καζολέας είναι Δικηγόρος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας καθώς και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης της Κύπρου. Με εμπειρία στη μάχιμη δικηγορία από το 2005, παρέχει  δικαστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς του Αστικού και Διοικητικού Δικαίου. Ειδικεύεται κυρίως σε υποθέσεις Εμπορικού και Τραπεζικού Δικαίου, Δικαίου Προστασίας των Καταναλωτών, Δικαίου Συμβάσεων, Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Δημοσιοϋπαλληλικού, Κοινωνικοασφαλιστικού, Δημόσιους Διαγωνισμούς και Μεταναστευτικού Δικαίου, καθώς επίσης και στο Δίκαιο των Ακινήτων, Δίκαιο Μισθώσεων, Δίκαιο του Διαδικτύου, Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Δίκαιο Σημάτων και Ιατρικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Από το 2005 στην Ελλάδα και από το 2016 και στην Κύπρο ο Γιώργος Καζολέα...

Η ανάκληση της παραίτησης από το δικόγραφο της προσφυγής στη διοικητική δίκη στο ελληνικό & κυπριακό δίκαιο

του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου

Η παραίτηση από το δικόγραφο προβλέπεται στο ελληνικό δίκαιο τόσο στο άρθρο 143 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ)  όσο και στο άρθρο 30 του π.δ. 18/89.

Σύμφωνα με τη διάταξη του ΚΔΔ , η παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή μέσο μπορεί να γίνει ως το πέρας της τελευταίας συζήτησης. Αντιστοίχως, σύμφωνα με το άρθρο 30 του πδ 18/89, η παραίτηση από το δικόγραφο ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την κατάργηση της δίκης, επιτρέπεται έως τη συζήτηση της υπόθεσης.

Και στις δύο διατάξεις υπάρχει ρητή απαγόρευση της ανάκλησης της παραίτησης. (παρ.4 αρ.30 πδ 18/89 και παρ.4 αρ.143 ΚΔΔ).

Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κατόπιν έγγραφης δήλωσης παραίτησης από υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως επέρχεται κατάργηση της ανοιγείσας με την αίτηση αυτή δίκης, τυχόν δε ανάκληση της παραίτησης δεν επάγεται καμία συνέπεια, εκτός εάν ο παραιτηθείς επικαλείται συγγνωστή πλάνη ή άλλο νόμιμο λόγο, συνιστάμενο σε ελάττωμα της δηλωθείσας βούλησης για παραίτηση, για τη βασιμότητα του οποίου κρίνει το Δικαστήριο[1].

Στην κρινόμενη περίπτωση, η αιτούσα , η οποία ήταν δικηγόρος, ισχυρίστηκε  ότι η δήλωση παραίτησης που είχε κατατεθεί δεν ήταν έγκυρη διότι «την παραίτηση δύναται να υποβάλει πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος έχει γενικό ή ειδικό πληρεξούσιο» και ότι ουδέποτε είχε παράσχει εντολή παραίτησης στον δικηγόρο που υπέγραψε την ανωτέρω δήλωση, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι η δήλωση παραίτησης δεν συνοδευόταν από πληρεξούσιο της ίδιας προς αυτόν. Το ΣτΕ εν προκειμένω δεν θεώρησε νόμιμο τον παραπάνω λόγο, κρίνοντας τη δήλωση παραίτησης ως έγκυρη, καθώς υπογράφηκε από τον δικηγόρο που υπέγραφε και το δικόγραφο της αίτησης ακύρωσης, ο οποίος τεκμαίρεται ότι έχει μέχρι τότε πληρεξουσιότητα και συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης.

Σε άλλη περίπτωση, ο διάδικος κατά την προεκφώνηση των υποθέσεων, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε, ο ίδιος, προφορικά, ότι παραιτείται του δικογράφου της αίτησης του. Ωστόσο, πριν από τη λήξη της συνεδρίασης ο αιτών επανεμφανίσθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε, προφορικώς και εγγράφως, να μη ληφθεί υπόψη η προηγηθείσα παραίτησή του, ως υποβληθείσα εκ παραδρομής.  Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ανάκληση της παραίτησης δεν αίρει τις έννομες συνέπειες αυτής, καθ’ όσον ο λόγος, που επικαλέστηκε ο αιτών, δεν συνιστούσε συγγνωστή πλάνη ή άλλο νόμιμο λόγο αναγόμενο σε ελάττωμα της δηλωθείσας βουλήσης του περί παραιτησης και, συνεπώς, έκτοτε υφιστάμενο.[2]

Το ΣτΕ δεν δέχθηκε τη νομιμότητα της ανάκλησης παραίτησης από το δικόγραφο ούτε σε περίπτωση αιτούντος που επικαλέστηκε "σύγχυση και άγχος" κατά την άσκηση του δικαιώματός του παραίτησης από την προσφυγή του. Η κρίση του δικαστηρίου δεν κλονίστηκε ούτε από προσκομισθείσα βεβαίωση ιδιώτη νευρολόγου - ψυχίατρου στην οποία αναφερόταν ότι ο  προσφεύγων τελούσε υπό το κράτος "αγχώδους καταστάσεως", την οποία το ΣτΕ θεώρησε ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της συγγνωστής πλάνης «τουλάχιστον εφόσον ο προσφεύγων δεν ισχυρίζεται  παραλλήλως ότι εξ αιτίας κάποιου ειδικού λόγου όπως λόγω αγνοίας  αναγνώσεως και γραφής δεν μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια της παρ`  αυτού υπογραφείσης δηλώσεως περί παραιτήσεως από της υπό κρίση  προσφυγής»[3]

Τόσο από την ρητή νομοθετική απαγόρευση για την ανάκληση παραίτησης από το δικόγραφο, όσο και από την παραπάνω ενδεικτική νομολογία, είναι προφανές ότι τα περιθώρια να ανακληθεί υποβληθείσα παραίτηση από δικόγραφο στο πλαίσιο διοικητικής δίκης είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Αυτό θα είναι μόνο δυνατό σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αποδεικνύεται συγγνωστή πλάνη ή ελάττωμα στην βούληση του παραιτηθέντος. Αξίζει να σημειωθεί και η θέση που αποκλείει κάθε δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης με το σκεπτικό ότι η η ανάκληση της ακυρωτικής αίτησης έχει ήδη προκαλέσει την κατάργηση της δίκης, και συνακόλουθα έχει προκαλέσει μια αμετάκλητη δικονομική κατάσταση.[4]

Τα παραπάνω γίνονται γενικώς δεκτά και από τα δικαστήρια της Κύπρου. Η πιθανότητα ανάκλησης της παραίτησης από την προσφυγή περιορίζεται σε προφανές σφάλμα που αποκαλύπτει ελαττωματική βούληση ή πλάνη. Έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αποδέχθηκε αίτημα επαναφοράς προσφυγής, διαπιστώνοντας κενό στους διαδικαστικούς κανονισμούς σχετικά με τη ρύθμιση μιας τέτοιας περίπτωσης, και παραπέμποντας στη νομολογία της Ελλάδας. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, στην προκείμενη περίπτωση ο συνήγορος απέσυρε την προσφυγή του εντολέα του, χωρίς να έχει οδηγίες από τον ίδιο, και αυτό έγινε όχι μέσα στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων του, αλλά γιατί άλλος πελάτης, που έτυχε να έχει το ίδιο όνομα με τον αιτητή του είχε δώσει τέτοιες οδηγίες, αναφορικά με δική του προσφυγή. Με το σκεπτικό αυτό το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο προσφεύγων δεν παραιτήθηκε του δικαιώματός του στην αίτηση ακυρώσεως, η οποία και ως εκ τούτου επαναφέρθηκε στον κατάλογο των υποθέσεων του Δικαστηρίου[5].

Σε αντιστοιχία με την ελληνική νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου εφαρμόζει σε περιπτώσεις επαναφοράς προσφυγής απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της το κριτήριο κατά πόσο υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και με σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη. Όπως επισημαίνεται, «κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση. Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης. Η απόσυρση της προσφυγής, όμως, κατ΄ αναλογία της απόσυρσης αγωγής, δηλώνει αφ΄ εαυτής οριστικώς την πρόθεση εγκατάλειψης η οποία και δεν απομένει πλέον να συνάγεται ως θέμα ερμηνείας άλλων ενεργειών, όπως στην περίπτωση απόρριψης λόγω μη προώθησης»[6].  


[1] ΣτΕ 1733/2017 (Δ’) τνπ Νόμος

[2] ΣτΕ 108/2012 (Γ΄) τνπ Νόμος

[3] ΣτΕ 1234/1996 ΝΟΒ/1998 (116)

[4] Κώστας Μπέης, 30 π.δ. 18/1989.- Ανάκληση της παραίτησης απο δικογράφου προσφυγής, Περιοδικό Δίκη (http://www.kostasbeys.gr)

[5] Μαύρου κατά Δημοκρατίας Κύπρου, δια της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, (1997) 4 ΑΑΔ 3020 (cylaw.org)

[6] Σπύρος Σταυρινάκης κατά Δημοκρατίας δια του ΠτΔ, απόφαση 24.2.2014 (cylaw.org)

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου