του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Η αλήθεια και η δίκη είναι δύο έννοιες που μοιάζουν να
ακολουθούν αντίθετους δρόμους, παρά το γεγονός ότι η επίκληση της πρώτης στη
διάρκεια της δεύτερης είναι κάτι περισσότερο από συνεχής. Τόσο στις κατ’
αντιδικία πολιτικές δίκες όσο και στις ποινικές ο ανταγωνισμός μεταξύ των
παραγόντων της διαδικασίας επικεντρώνεται στην διαστρέβλωση και παραποίησή της
ώστε να καταστεί βολική και τελικά καθαρτική με όρους δικαστικούς, για
εκείνους.
Οι μάρτυρες ως επί το πλείστον προετοιμάζονται, αν δεν
κατασκευάζονται, να καταθέσουν αυτά που το κάθε μέρος επιθυμεί να αποδειχθούν.
Η αλήθεια στη μαρτυρία τους μοιάζει να χάνεται σε λεπτομέρειες που όμως είναι
καθοριστικές. Μια παρέκκλιση στο λεπτό της ώρας μπορεί να επηρεάσει την
ετυμηγορία, μια παράλειψη ενός φαινομενικά ασήμαντου γεγονότος μπορεί να
ανατρέψει τη δικανική πεποίθηση.
Οι δικηγόροι, μάστορες στην κατασκευή της βολικής κάθε φορά
αλήθειας, της εκδοχής αυτής που θα ευνοήσει τον εντολέα τους, πολλές φορές δεν
γνωρίζουν και οι ίδιοι την αλήθεια, κάτι που σε συνδυασμό με τον καθήκον πίστης
και υπεράσπισης τους απαλλάσσει από κάθε ενδοιασμό ή συνειδησιακό προβληματισμό
να της «αλλάξουν τα φώτα».
Οι αντίδικοι ή ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων,
ετοιμοπόλεμοι κι εκείνοι στη μάχη να πείσουν τους δικαστές για τη δική τους
αλήθεια, μια αλήθεια που περιέχει μικρά ή μεγάλα ψεύδη, καθοριστικές ή
ασήμαντες παραλείψεις, έχουν εναποθέσει τη τύχη τους στους πληρεξουσίους τους
και στους μάρτυρές τους.
Τέλος, οι δικαστές κρίνουν επί όσων ακούστηκαν και
παρουσιάστηκαν είτε εγγράφως είτε προφορικά ενώπιον τους, άρα εξ’ αντικειμένου
έχουν χάσει ήδη τη μάχη της διάγνωσης της αλήθειας και μοιραία θα επιβεβαιώσουν
τη θέση εκείνου που χειρίστηκε με δικονομικούς όρους καλύτερα το παιχνίδι της
παρουσίασης της αλήθειας του ή έστω θα συμβιβάσουν τις αντίθετες θέσεις σε μια
κοινή συνισταμένη που πιθανότατα όμως δεν θα ναι η πλήρης αλήθεια.
Σε αυτή τη θεώρηση της δίκης ως ανθρώπινου μηχανισμού
απονομής δικαιοσύνης, εξέχοντα ρόλο κατέχει η δύναμη. Η ισχύς του κάθε
παράγοντα, που μπορεί να συνίσταται στον πλούτο και την εξουσία, δεν θα μείνει
αμέτοχη στο δικανικό παιχνίδι ούτε θα το σεβαστεί ως ιερό και θα απέχει
διακριτικά. Αντιθέτως μπαίνει στο ακροατήριο δυναμικά και καταλυτικά,
γνωρίζοντας ότι μπορεί να το επηρεάσει.
Στην πράξη μάλλον η δίκη ως μάχη για την αλήθεια δείχνει
χαμένη ανάλογα με το ποιά συμφέροντα θα υπερισχύσουν. Όπως εύστοχα έχει γράψει
ο Έριχ Φρομ, "μερικές φορές συμβαίνει να προωθούνται κάποια συμφέροντα
μέσω της ανακάλυψης της αλήθειας, ενώ κάποια άλλα με την καταστροφή της".
«Πάντοτε η διαμάχη σχετικά με την αλήθεια ή την αβασιμότητα ορισμένων
πεποιθήσεων είναι ταυτοχρόνως η διαπάλη σχετικά με το δικαίωμα κάποιων να
μιλάνε με αυθεντία την οποία κάποιοι άλλοι θα πρέπει να υπακούν. Είναι μια
διαμάχη σχετικά με την καθιέρωση ή την επανεπιβεβαίωση των σχέσεων ανωτερότητας
και κατωτερότητας, κυριαρχίας και υποταγής, ανάμεσα σε υποστηρικτές
πεποιθήσεων», γράφει ο Πολωνός κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman στα πλαίσια της
αναφοράς του στην «εριστική χρήση» της αλήθειας, που δεν θα προσδοκούσε
καλύτερο τόπο να αναδειχθεί από μια αίθουσα δικαστηρίου.
Σχόλια