Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, δικηγόρος
Τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας
αυξάνουν ολοένα τα τελευταία χρόνια, ενώ λόγω της ιδιαιτερότητας της
συγκεκριμένης παράνομης συμπεριφοράς, η πλειονότητα των κρουσμάτων δεν
γνωστοποιείται στις αρμόδιες αρχές.
Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, τουλάχιστον το 10% των γυναικών
που εργάζονται έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Συχνότερο στόχο
αποτελούν οι άγαμες μητέρες, οι νεοπροσλαμβανόμενες γυναίκες και οι
διαζευγμένες ενώ δράστες είναι κατά κύριο λόγο οι προϊστάμενοι στους χώρους
εργασίας. Στον ιδιωτικό τομέα τα περιστατικά είναι πολύ συχνότερα σε σύγκριση
με το δημόσιο τομέα ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των
γυναικών που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στον ιδιωτικό τομέα
απολύονται ή παραιτούνται, σε αντίθεση με τους δράστες που συνεχίζουν στην
εργασία τους χωρίς καμία επίπτωση.
Ο περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση
και στην Επαγγελµατική Εκπαίδευση Νόµος του 2002 περιέχει διατάξεις για την
σεξουαλική παρενόχληση, μεταφέροντας στο κυπριακό δίκαιο τις ευρωπαϊκές Οδηγίες
76/207/ΕΟΚ και 97/80/ΕΚ.
Ερμηνεύοντας τον όρο «παρενόχληση» ο νόμος αναφέρεται στην
ανεπιθύµητη από τον αποδέκτη της συµπεριφορά σχετιζόµενη µε το φύλο ενός
προσώπου, η οποία έχει ως σκοπό ή αποτέλεσµα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός
προσώπου, ιδίως όταν δηµιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό,
ταπεινωτικό ή επιθετικό περιβάλλον.
Ενώ εξειδικεύοντας ακόμα περισσότερο στην έννοια της
«σεξουαλικής παρενόχλησης» αναφέρεται σε οποιαδήποτε ανεπιθύµητη από τον
αποδέκτη της συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως, που εκφράζεται λόγω ή έργω και
έχει ως σκοπό ή αποτέλεσµα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως
όταν δηµιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή
επιθετικό περιβάλλον, κατά την απασχόληση ή την επαγγελµατική εκπαίδευση ή
κατάρτιση ή κατά την πρόσβαση σε απασχόληση ή επαγγελµατική εκπαίδευση ή
κατάρτιση.
Ο νόμος (άρθρο 12) απαγορέυει οποιαδήποτε πράξη,
οποιουδήποτε φυσικού ή νοµικού προσώπου, είτε µεµονωµένη είτε επαναλαµβανόµενη,
η οποία συνιστά παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση ή αποτελεί άµεση ή έµµεση
δυσµενή µεταχείριση λόγω της, µε οποιονδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας
παρενόχλησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης.
Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αποκρούει τέτοια πράξη ή συµπεριφορά
ή υποκύπτει σ’ αυτήν δεν επιτρέπεται να χρησιµοποιηθεί ως βάση για οποιαδήποτε
απόφαση που θα θίγει το πρόσωπο αυτό.
Οι εργοδότες και οι εκπρόσωποι τους οφείλουν να προστατεύουν
τους εργαζόµενους, εκπαιδευόµενους ή καταρτιζόµενους ή υποψηφίους για
απασχόληση, επαγγελµατική εκπαίδευση ή κατάρτιση από κάθε πράξη προϊσταµένου
τους ή οποιουδήποτε άλλου εργαζοµένου, η οποία συνιστά διάκριση λόγω φύλου και
ιδίως παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση και, από κάθε πράξη που αποτελεί
άµεση ή έµµεση δυσµενή µεταχείριση λόγω της, µε οποιονδήποτε τρόπο, αποκρούσεως
ή καταγγελίας, παρενόχλησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης.
Επίσης οι εργοδότες έχουν υποχρέωση, απέναντι στο άτοµο που
υπέστη την παρενόχληση ή τη σεξουαλική παρενόχληση ή/και την άµεση ή έµµεση
δυσµενή µεταχείριση λόγω της αποκρούσεως ή καταγγελίας, παρενόχλησης ή
σεξουαλικής παρενόχλησης, από τον προϊστάµενό του ή οποιοδήποτε άλλο
εργαζόµενο, εκπαιδευόµενο ή καταρτιζόµενο, αµέσως µόλις περιέλθει σε γνώση τους
η συγκεκριµένη παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση ή οι συνέπειές τους, να
λάβουν κάθε πρόσφορο µέτρο για την παύση και µη επανάληψή τους, καθώς και για
την άρση των συνεπειών τους. Σε αντίθετη περίπτωση θεωρούνται συνυπεύθυνοι.
Επίσης ο νόμος προνοεί (άρθρο 17) ότι είναι απολύτως άκυρη η
απόλυση, καθώς και οποιαδήποτε βλαπτική µεταβολή των συνθηκών απασχολήσεως
εργαζοµένου, που προέβη σε καταγγελία ή διαµαρτυρία µε σκοπό να κάνει σεβαστή
την αρχή της ίσης µεταχείρισης, συµπεριλαµβανοµένων και των καταγγελιών για
παράβαση του παρόντος Νόµου, ή εργαζοµένου που απέκρουσε ή κατήγγειλε
σεξουαλική παρενόχληση.
Στην δικαστική πρακτική της Κύπρου είναι λίγες οι υποθέσεις
σεξουαλικής παρενόχλησης που έφτασαν μέχρι το ακροατήριο, καθώς όπως
προειπώθηκε, η συγκεκριμένη συμπεριφορά, παρότι παράνομη, παραμένει αφανής, δεν
αποκαλύπτεται συνήθως και παραμένει εντός των στενών πλαισίων του εργασιακού
χώρου όπου λαμβάνει χώρα.
Σε μια παλιότερη υπόθεση που απασχόλησε το Ανώτατο
Δικαστήριο, ο δράστης της σεξουαλικής παρενόχλησης, κατέχοντας θέση ισχύος σε
σχέση με τις εργαζόμενες σε αυτόν υπαλλήλους, επικαλέστηκε ως επιχείρημα μια
συνήθη στη διεθνή δικαστική πρακτική υπερασπιστική γραμμή: Δεν αμφισβήτησε ότι
οι πράξεις του προς την εργαζόμενη αποτελούσαν άσεμνη επίθεση και σεξουαλική
παρενόχληση, υποστήριξε ωστόσο ότι αυτές γίνονταν με τη συγκατάθεσή της και
μέσα στα πλαίσια ερωτικής σχέσης που αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
Με την τακτική αυτή οι δράστες της σεξουαλικής παρενόχλησης
προβαίνουν σε μία ακόμα, σε ύστερη φάση, κακοποίηση του θύματος, το οποίο
συκοφαντούν και εξευτελίζουν προκειμένου να αποφύγουν την καταδίκη. Για το λόγο
αυτό έχει μεγάλη σημασία η μαρτυρία τρίτων προσώπων που μπορούν να αποδείξουν
την παράνομη συμπεριφορά του θύτη και να συντείνουν στην ηθική έστω δικαίωση
του θύματος της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Σχόλια