επιμέλεια/μτφ: Έφη Θωμά, Δικηγόρος
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα στο σεβασμό
της ιδιωτικής ζωής δικηγόρου, όταν στην υποκλαπείσα τηλεφωνική συνομιλία με
πελάτη του, αποκαλύφθηκε τέλεση αξιόποινης πράξης από το δικηγόρο. Το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ομόφωνα
(απόφαση της 16ης Ιουνίου, αρ. 49176/11) ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του Άρθρου
8 (δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) σε καταγραφή τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ Δικηγόρου και
του πελάτη της, η οποία αποτελεί τεκμήριο συμμετοχής της Δικηγόρου σε αξιόποινη
πράξη.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγραφή της συνομιλίας μεταξύ
της κας Crasnianski (Δικηγόρου) και του κ. Picart (πελάτη) βασίστηκε στο
γεγονός ότι το περιεχόμενό της αποτελούσε τεκμήριο τέλεσης αξιόποινης πράξης
από την ίδια την κα Crasnianski και εφόσον τα τοπικά δικαστήρια είχαν κρίνει
ότι τα εν λόγω πρακτικά δεν παραβίαζαν το δικαίωμα υπεράσπισης του κ. Picart,
το Δικαστήριο κατέληξε στο ότι το γεγονός ότι η κα Crasnianski ήταν η Δικηγόρος
του κ. Picart δεν επαρκεί για να θεμελιωθεί παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ένας Δικηγόρος έχει ιδιαιτέρως επαρκή
κατάρτιση για να γνωρίζει τα όρια της νομιμότητας και να αντιλαμβάνεται ότι,
ενδεχομένως, η επικοινωνία του με τον πελάτη του ήταν ικανή για να αποτελέσει
τεκμήριο τέλεσης από τον ίδιον αξιόποινης πράξης.
Κύρια γεγονότα
Οι προσφεύγοντες, Jean-Pierre Versini-Campinchi και Tania
Crasnianski είναι Γάλλοι πολίτες που γεννήθηκαν το 1939 και το 1971 αντίστοιχα
και ζουν στο Παρίσι. Το Δεκέμβριο του 2000 ξεκίνησε δικαστική διερεύνηση
εξαιτίας του θανάτου μεγάλου αριθμού ατόμων οι οποίοι εικαζόταν ότι είχαν
μολυνθεί από σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών μετά την κατανάλωση κρέατος
βοοειδών. Η εταιρεία Districoupe – μια θυγατρική της αλυσίδας εστιατορίων
Buffalo Grill που προμήθευσαν το κρέας – θεωρήθηκε ύποπτη για παραβίαση του
εμπάργκο στις εισαγωγές βοδινού κρέατος από το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είχε
προσβληθεί από μεγάλο ξέσπασμα της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών.
Ο κ. Versini-Campinchi διορίστηκε Συνήγορος υπεράσπισης των
συμφερόντων του κ. Picart, ο οποίος ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας
Districoupe και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της αλυσίδας εστιατορίων
Buffalo Grill. Η κα Crasnianski, επίσης Δικηγόρος ήταν βοηθός του στην εν λόγω
υπόθεση.
Ο Δικαστής που διεξήγαγε την έρευνα διέταξε στις 2
Δεκεμβρίου 2002, την παρακολούθηση της τηλεφωνικής γραμμής του κ. Picart. Οι
τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ του κ. Picart και των προσφευγόντων υπεκλάπησαν
και αποτυπώθηκαν εγγράφως, συμπεριλαμβανομένης μιας συνομιλίας με την κα
Crasnianski στις 17 Δεκεμβρίου 2002 και μιας συνομιλίας με τον κ.
Versini-Campinchi στις 14 Ιανουαρίου 2003. Ο κ. Picart συνελήφθη στις 17
Δεκεμβρίου 2002 και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες στις 18 Δεκεμβρίου 2002 μαζί με
άλλα τρία άτομα.
Ο κ. Picart προσέφυγε στο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου στις 31 Μαρτίου 2004, στο πλαίσιο της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε
εναντίον του. Η προσφυγή του κρίθηκε απαράδεκτη με την από 18 Μαρτίου 2008
απόφαση του ΕΔΔΑ.
Στις 12 Μαΐου 2003, το Εφετείο του Παρισιού ακύρωσε τα
πρακτικά της συνομιλίας της 24ης Ιανουαρίου 2003 μεταξύ του κ. Picart και του
κ. Versini-Campinchi, μετά από αίτηση που έγινε για να κρίνει τη νομιμότητα των
πρακτικών της υποκλαπείσας τηλεφωνικής συνομιλίας, κρίνοντας ότι ο κ. Picart ασκούσε
το νόμιμο δικαίωμα υπεράσπισής του και δεν μπορούσε να υποστηριχθεί η εικασία
ότι ο Δικηγόρος είχε συμμετάσχει σε κάποιο αδίκημα.
Το Εφετείο αρνήθηκε να ακυρώσει τα υπόλοιπα πρακτικά
συνομιλιών, θεωρώντας ωστόσο, ότι το περιεχόμενο των απομαγνητοφωνημένων
υποκλαπεισών τηλεφωνικών συνομιλιών ήταν ικανό για να αποκαλύψει παραβίαση του
επαγγελματικού απορρήτου και ασέβεια προς το Δικαστήριο από τον κ.
Versini-Campinchi και την κα Crasnianski. Το Γαλλικό Ακυρωτικό απέρριψε την
αναίρεση του κ. Picart, ως νόμω αβάσιμη, την 1η Οκτωβρίου 2003.
Εν τω μεταξύ, στις 27 Φεβρουαρίου 2003, ο Εισαγγελέας του
Εφετείου του Παρισιού είχε στείλει επιστολή στον Πρόεδρο του Δικηγορικού
Συλλόγου του Παρισιού ζητώντας του την έναρξη πειθαρχικών διώξεων κατά των
προσφευγόντων δικηγόρων. Στις 21 Μαρτίου 2003, ο Πρόεδρος ξεκίνησε πειθαρχική
δίωξη κατά της κας Crasnianski για παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.
Ωστόσο, σταμάτησε τη δίωξη κατά του κ. Versini-Campinchi σχετικά με το
περιεχόμενο της συνομιλίας της 14ης Ιανουαρίου 2003.
Ενώπιον του συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου οι
προσφεύγοντες ζήτησαν να αφαιρεθούν τα πρακτικά της υποκλαπείσας
τηλεφωνικής συνομιλίας της 17ης Δεκεμβρίου 2002 από τα στοιχεία της υπόθεσης,
επειδή ήταν παράνομη η απόκτησή τους. Το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο του
Δικηγορικού Συλλόγου απέρριψε το αίτημά τους, στις 16 Δεκεμβρίου 2003. Επί της
ουσίας της υπόθεσης, το Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου έκρινε ότι τα σχόλια
της κας Crasnianski που κατεγράφησαν στις 17 Δεκεμβρίου 2002 παραβίαζαν το Άρθρο
63 παρ. 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και παραβίαζαν την υποχρέωση
επαγγελματικής εχεμύθειας που αποτελούσε καθήκον της ως Δικηγόρου.
Το Συμβούλιο, αν και έλαβε υπ’ όψιν του ότι η κα Crasnianski
είχε ενεργήσει κατόπιν εντολών του κ. Versini-Campinchi, έκρινε εν τέλει, ότι
ενήργησαν από κοινού και διέταξε την απαγόρευση άσκησης του δικηγορικού
επαγγέλματος στον κ. Versini-Campinchi για δύο χρόνια και στην κα Crasnianski
για ένα χρόνο.
Στις 12 Μαίου 2004 το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε την
έφεση των προσφευγόντων δικηγόρων κατά της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2003.
Στις 10 Οκτωβρίου 2008, το Γαλλικό Ακυρωτικό αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου
του Παρισιού και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο, το οποίο απέρριψε την έφεση
των προσφευγόντων με απόφαση του στις 24 Σεπτεμβρίου 2009. Η εν συνεχεία,
αναίρεση των προσφευγόντων στο Γαλλικό Ακυρωτικό κρίθηκε απαράδεκτη.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η υποκλοπή, καταγραφή και
απομαγνητοφώνηση της τηλεφωνικής συνομιλίας της 17ης Δεκεμβρίου 2002 μεταξύ του
κ. Picart και της κας Crasnianski είχε ως συνέπεια την επέμβαση στο δικαίωμα
του σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής και της επικοινωνίας. Αυτού του είδους η
επέμβαση είχε συνεχιστεί στην περίπτωση της κας Crasnianski με τη χρήση των
πρακτικών της εν λόγω συνομιλίας σε πειθαρχική δίωξη εναντίον της.
Η νομική βάση της εν λόγω επέμβασης περιλαμβάνεται στα Άρθρα
100 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς η υποκλοπή, καταγραφή και
απομαγνητοφώνηση της συνομιλίας πραγματοποιήθηκαν κατόπιν άδειας του Δικαστή
που διεξήγαγε την έρευνα, για παρακολούθηση της τηλεφωνικής γραμμής, βάσει των
εν λόγω διατάξεων. Η συνέπεια αυτού ήταν ότι οι συνομιλίες του προσώπου, του
οποίου η τηλεφωνική γραμμή παρακολουθούνταν, με τρίτους, καταγράφονταν και κατ’
επέκταση αυτά που λέγονταν από τα πρόσωπα που δεν αποτελούσαν τον στόχο του εν
λόγω μέτρου που διατάχθηκε από τον δικαστή, καταγράφονταν ομοίως.
To Δικαστήριο, επανέλαβε, ότι είχε κάνει δεκτό ότι τα Άρθρα
100 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις
της «ποιότητας του νόμου». Παρατήρησε, ωστόσο, ότι οι εν λόγω διατάξεις των άνω
Άρθρων δεν καλύπτουν την περίπτωση προσώπων, των οποίων τα λόγια καταγράφονται
κατά την διαδικασία παρακολούθησης του τηλεφώνου άλλου προσώπου. Ειδικότερα,
δεν γίνεται πρόβλεψη στις ανωτέρω διατάξεις, για τη δυνατότητα χρήσης των
υποκλαπεισών λεγομένων τρίτου εναντίον του, στα πλαίσια διαφορετικής νομικής
διαδικασίας από αυτήν στο πλαίσιο της οποίας είχε διαταχθεί η παρακολούθηση του
τηλεφώνου.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο
είχε ήδη αποφανθεί σχετικά, θεωρώντας ότι, κατ’ εξαίρεση, η συνομιλία μεταξύ
Δικηγόρου και των πελατών του/της που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια νόμιμης
διαταχθείσας έρευνας, δύναται να απομαγνητοφωνηθεί και να προστεθεί στη
δικογραφία τη στιγμή που το περιεχόμενό της δημιουργεί ενδεχομένως τεκμήριο
συμμετοχής του/της Δικηγόρου σε αξιόποινη πράξη. Εντούτοις, μόνο στην απόφαση
που εξεδόθη την 1η Οκτωβρίου 2003 – στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης – το
Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε ρητά επισημάνει ότι τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα είναι
αληθή, όσον αφορά σε αξιόποινη πράξη που δεν σχετιζόταν με την εξεταζόμενη
υπόθεση από τον δικαστή που είχε διατάξει την έρευνα.
Το Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι υπό το πρίσμα των Άρθρων
100 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και βάσει της νομολογίας του Ακυρωτικού
Δικαστηρίου, η κα Crasnianski, μια επαγγελματίας νομικός, θα μπορούσε να είχε
προβλέψει ότι ήταν πιθανό να παρακολουθείται το τηλέφωνο του κ. Picart, βάσει
των εν λόγω διατάξεων, και ότι τα λεγόμενά της που στοιχειοθετούν τεκμήριο
συμμετοχής της σε αξιόποινη πράξη, ενδεχομένως καταγράφονταν και
απομαγνητοφωνούνταν – παρά την ιδιότητά της ως Δικηγόρου – και ότι αναλάμβανε
τον κίνδυνο να της ασκηθεί ποινική δίωξη. Θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι η
αποκάλυψη πληροφοριών, υπό την κάλυψη του επαγγελματικού απορρήτου, θα την
έφερνε αντιμέτωπη με τις κυρώσεις του Άρθρου 226-13 του Ποινικού Κώδικα.
Επιπλέον, θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι μια τέτοιου είδους παραβίαση θα την
εξέθετε σε πειθαρχικές κυρώσεις ενώπιον του Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος θα
μπορούσε να λάβει μέτρα, μεταξύ άλλων, κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα. Το
Δικαστήριο, συνεπώς, δέχθηκε ότι η εν λόγω επέμβαση ήταν σύννομη.
Το Δικαστήριο είχε ήδη τη δυνατότητα να διευκρινίσει ότι
καθώς η υποκλοπή, καταγραφή και απομαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών
του κ. Picart έγιναν στο πλαίσιο ποινικής δίωξης και βάσει των από 2/12/2002
εντολών του Δικαστή, ήταν σύμφωνες με τους σκοπούς της διάταξης του Άρθρου 8,
ήτοι την «πρόληψη της διασάλευσης της τάξης». Το Δικαστήριο έκρινε ότι το ίδιο
ισχύει και για τη χρήση των πρακτικών της τηλεφωνικής επικοινωνίας της 17ης
Δεκεμβρίου 2002 στο πλαίσιο της πειθαρχικής δίωξης κατά της κας Crasnianski για
παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου.
H τηλεφωνική υποκλοπή και η απομαγνητοφώνηση είχαν διαταχθεί
από Δικαστή και πραγματοποιήθηκαν υπό την επίβλεψή του, και στο πλαίσιο της
ποινικής δίωξης κατά του κ. Picart έλαβε χώρα δικαστικός έλεγχος και είχε δοθεί
στην κα Crasnianski ο εν λόγω έλεγχος, αναφορικά με τη νομιμότητα της
απομαγνητοφώνησης της καταγεγραμμένης συνομιλίας, στο πλαίσιο της πειθαρχικής
δίωξης που ασκήθηκε εναντίον της. To Δικαστήριο θεώρησε ότι ακόμα και αν κα
Crasnianski δεν είχε τη δυνατότητα να αιτηθεί στο Δικαστή την ακύρωση της
απομαγνητοφωνημένης τηλεφωνικής επικοινωνίας της 17ης Δεκεμβρίου 2002, υπήρξε
αποτελεσματικός ενδελεχής έλεγχος στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης,
που ήταν ικανός να περιορίσει την καταγγελλόμενη παρέμβαση μόνο σε ότι ήταν
απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Όσον αφορά στο γεγονός ότι στις 17 Δεκεμβρίου 2002, η κα κα
Crasnianski επικοινωνούσε με τον κ. Picart υπό την ιδιότητά της ως Δικηγόρος,
το Δικαστήριο βάσει παλιότερης νομολογίας είχε υποστηρίξει ότι ενώ το
προστατευόμενο από το νόμο επαγγελματικό απόρρητο, ήταν πολύ μεγάλης
σπουδαιότητας τόσο για το/τη Δικηγόρο όσο και για τον πελάτη του/της καθώς και
για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές
στις οποίες εδράζεται η απονομή της δικαιοσύνης σε μια δημοκρατική κοινωνία,
δεν είναι ωστόσο απαραβίαστο. Πρωτίστως, επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις
τους Δικηγόρους και ο ρόλος της υπεράσπισης που έχουν οι Δικηγόροι δημιούργησε
τη βάση του προστατευόμενου από το νόμο επαγγελματικού απορρήτου.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Γαλλικό δίκαιο προβλέπει
ξεκάθαρα ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης υποχρεώνει στην
εφαρμογή του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών μεταξύ Δικηγόρου/πελάτη και
στην απαγόρευση της απομαγνητοφώνησης των εν λόγω συνομιλιών,
συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κατεγράφησαν στα πλαίσια νόμιμου ερευνητικού
μέτρου. Μια μόνο εξαίρεση υπάρχει σε αυτό: η απομαγνητοφώνηση είναι δυνατή όταν
το περιεχόμενο συνομιλίας διαπιστώθηκε ότι αποτελεί τεκμήριο συμμετοχής του
ίδιου του/της Δικηγόρου σε αξιόποινη πράξη. Επιπρόσθετα, το Άρθρο 100-5 του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ρητά ορίζει, επί ποινή ακυρότητας, ότι η επικοινωνία
με Δικηγόρο αναφορικά με την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης δεν
καταγράφεται.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η ανωτέρω προσέγγιση, η οποία
είναι συμβατή με τη νομολογία του, ισοδυναμούσε με το ότι, κατ’ εξαίρεση, το
προστατευόμενο από το νόμο επαγγελματικό απόρρητο, η βάση του οποίου εδράζεται
στο σεβασμό του δικαιώματος υπεράσπισης του πελάτη, δεν απέκλειε την καταγραφή
συνομιλίας μεταξύ Δικηγόρου και του πελάτη του, στο πλαίσιο νόμιμης υποκλοπής
των τηλεφωνικών συνομιλιών του πελάτη, εντός του οποίου το περιεχόμενο αυτής
της συνομιλίας αποτελούσε τεκμήριο για το ότι ο ίδιος ο Δικηγόρος συμμετείχε σε
αξιόποινη πράξη και καθ’ όσον δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του πελάτη στην
υπεράσπισή του.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, εφόσον η εξαίρεση στο
προστατευόμενο από το νόμο επαγγελματικό απόρρητο στην επικοινωνία μεταξύ
Δικηγόρου και του πελάτη του ήταν περιοριστικά διατυπωμένη, παρείχε επαρκή
προστασία κατά της παραβίασής του.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ήταν σημαντικό στο πλαίσιο της
άνω εξαίρεσης να μη θιχτεί το δικαίωμα του πελάτη στην υπεράσπισή του και να
μην χρησιμοποιηθούν οι καταγεγραμμένες συνομιλίες εναντίον του. Στην παρούσα
υπόθεση το ερευνητικό τμήμα είχε ακυρώσει ορισμένα άλλα πρακτικά επί τη βάση
ότι οι καταγεγραμμένες συνομιλίες αφορούσαν στην άσκηση του δικαιώματος
υπεράσπισης του κ. Picart. Ο λόγος για τον οποίον αρνήθηκε το άνω τμήμα να
ακυρώσει τα πρακτικά της 17ης Δεκεμβρίου 2002 ήταν επειδή είχε θεωρηθεί ότι τα
λεγόμενα της κας Crasnianski συνιστούσαν παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου
από την πλευρά της και όχι επειδή συνιστούσαν αποδείξεις κατά του πελάτη της.
Καθώς η καταγραφή της συνομιλίας της 17ης Δεκεμβρίου 2002
μεταξύ της κας Crasnianski και του κ. Picart βασίστηκε στο γεγονός ότι το
περιεχόμενό της αποτελούσε τεκμήριο τέλεσης αξιόποινης πράξης από την ίδια την
κα Crasnianski και εφόσον τα τοπικά δικαστήρια είχαν κρίνει ότι τα εν λόγω
πρακτικά δεν παραβίαζαν το δικαίωμα υπεράσπισης του κ. Picart, το Δικαστήριο
κατέληξε στο ότι το γεγονός ότι η κα Crasnianski ήταν η Δικηγόρος του κ. Picart
δεν επαρκεί για να θεμελιωθεί παραβίαση του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Ένας Δικηγόρος
έχει ιδιαιτέρως επαρκή κατάρτιση για να γνωρίζει τα όρια της νομιμότητας και να
αντιλαμβάνεται ότι, ενδεχομένως, η επικοινωνία του με τον πελάτη του ήταν ικανή
για να αποτελέσει τεκμήριο τέλεσης από τον ίδιον αξιόποινης πράξης. Αυτό είναι
ιδιαιτέρως, αληθές όταν τα ίδια τα λεγόμενά του ήταν ικανά να θεμελιώσουν
αξιόποινη πράξη, όπως είναι η παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου.
Συνεπώς, η εν λόγω παρέμβαση δεν ήταν δυσανάλογη με τον
επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό - την «πρόληψη της διασάλευσης της τάξης» - και
μπορεί να θεωρηθεί ως «υποχρεωτική σε μια δημοκρατική κοινωνία», σύμφωνα με το
νόημα του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Δεν υπήρξε, συνεπώς, παραβίαση του Άρθρου 8.
(hudoc.echr.coe.int/ legalnews24.gr)
Σχόλια