Της Έφης Θωμά, Δικηγόρου LL.M., MES
Ο Jean Monnet υπήρξε ο εμπνευστής της Ενωμένης Ευρώπης,
σύμβουλος του προέδρου Ρούζβελτ, του στρατηγού Ντε Γκωλ, ο άνθρωπος που
συντόμευσε τον β’ παγκόσμιο πόλεμο κατά ένα χρόνο, οι σκέψεις του οποίου για
πολιτική ενοποίηση των κρατών της Ευρώπης, δεν βρήκαν γρήγορα πρόσφορο έδαφος
εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Η.Π.Α. στην Ευρώπη, συνέλαβε την ιδέα της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στις 9 Μαΐου 1950, με τη σύμφωνη γνώμη του, ο Robert
Schuman έκανε μια δήλωση στο όνομα της γαλλικής κυβέρνησης, πρόταση που έμελλε
να αλλάξει για πάντα την πορεία της Ευρώπης και να οδηγήσει
σταδιακώς στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ιστορική του φράση ήταν ότι δεν θα
υπάρξει ειρήνη για την Ευρώπη, αν τα κράτη συνεχίζουν να βασίζονται στην εθνική
κυριαρχία. Οι χώρες της Ευρώπης είναι πολύ μικρές για να εγγυηθούν στους
πολίτες τους την αναγκαία ευημερία και την κοινωνική πρόοδο. Τα κράτη της
Ευρώπης θα πρέπει να επιλέξουν τη συνεργασία και την ομοσπονδιακή μορφή.
Πέντε μεγάλα ερωτήματα τίθενται αναφορικά με τις μεγάλες
προκλήσεις της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: τα κράτη, η ισορροπία των δυνάμεων, οι
απειλές, οι ιδεολογίες, οι διεθνείς παράγοντες. Η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια
αποτελείται από 28 κράτη μέλη που προσχώρησαν με απόλυτα ειρηνικές,
οικειοθελείς και δημοκρατικές διαδικασίες. Αποτελεί την πιο ειρηνική συνύπαρξη
διαφορετικών κρατών στην παγκόσμια ιστορία. Δεν χρειάστηκαν πόλεμοι,
επεκτατικές συγχωνεύσεις κρατών, δεν απειλήθηκαν, εκβιάστηκαν ούτε αναγκάστηκαν
να προσχωρήσουν σε κοινή ένωση. Το μόνο που απαιτήθηκε ήταν η συνειδητοποίηση
των πλεονεκτημάτων της ένωσης, το κοινό όφελος στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών,
υπηρεσιών, κεφαλαίων, ανθρώπων, στο κοινό ισχυρό νόμισμα, η ενεργοποίηση,
δηλαδή, δημιουργικών, ικανών, έξυπνων ηγετών και λαών να συνάψουν αμοιβαία
επωφελείς συμφωνίες προσχώρησης σε ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η
σύγκλιση ετερόκλητων κρατών με μεγάλες διαφορές, πληθυσμιακές, οικονομικές,
κοινωνικοπολιτικές, πολιτιστικές, γλωσσικές, απέδειξε περίτρανα ότι δεν
κατακτώνται όλα με τη βία, τον πόλεμο και την απειλή. Η ευρωπαϊκή κατάκτηση,
μια ομολογουμένως λαμπρή σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας, στηρίχθηκε στη
δημοκρατία, την ελεύθερη βούληση και σε ανώτερα ιδανικά για κοινή επωφελή
ανάπτυξη, πρόοδο, συνεργασία και ειρηνική συνύπαρξη.
Η διατήρηση των ισορροπιών ανάμεσα στις παραδοσιακά μεγάλες
δυνάμεις της Γερμανίας και της Γαλλίας και στις μικρότερες χώρες, δεν υπήρξε
εύκολη υπόθεση. Στέφθηκε, όμως, από απόλυτη επιτυχία και διατηρήθηκε η ένωση,
παρά τις έντονες έξω ευρωπαϊκές πιέσεις. Αποτελεί, αναντίρρητα μια ζηλευτή, ισχυρή,
ειρηνική ένωση κρατών με τεράστια εμβέλεια στο διεθνές στερέωμα. Το πιο
εντυπωσιακό είναι ότι αποτελεί και την μοναδική τέτοια ένωση παγκοσμίως. Οι
αδυναμίες, τα τρωτά και οι στρεβλώσεις αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο κάθε
ζώντος οργανισμού, κράτους, ένωσης κρατών και δεν μειώνουν στο ελάχιστο τις
δημιουργικές του δυνάμεις και τη συνεχιζόμενη προσπάθεια άμβλυνσής τους. Το
επίτευγμα της συγκεκριμένης ένωσης είναι ότι 28 κυρίαρχα κράτη της ευρωπαϊκής
ηπείρου ενώθηκαν με σύννομες, θεσμικά κατοχυρωμένες δημοκρατικές διαδικασίες,
κατοχυρωμένες σε ευρωπαϊκά κείμενα συνθηκών, επικυρωμένων από τα Κοινοβούλια
των εν λόγω κρατών, διατηρώντας παράλληλα την εθνική τους ταυτότητα, αυτονομία,
κυριαρχία και αυτοδιάθεση. Η συνθήκη της Λισαβόνας επέτρεψε και νομοθετικά την
οικειοθελή έξοδο (αρ. 50) οποιουδήποτε κράτους μέλους από την ένωση,
οποτεδήποτε το επιθυμήσει. Καμία χώρα δεν δεσμεύεται, εξαναγκάζεται ή
απειλείται να παραμένει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτελεί, αναντίρρητα,
τιμή και κατάκτηση για ένα κράτος η ιδιότητα του μέλους μιας ισχυρής ένωσης, η
απόλαυση δικαιωμάτων αλλά και η ανάληψη υποχρεώσεων, που το καθιστά ισχυρό στην
παγκόσμια σκακιέρα.
Η κατάχρηση, ωστόσο, των άνω δικαιωμάτων και η άρνηση
ανάληψης ισότιμων υποχρεώσεων τιμωρείται στο εθνικό δίκαιο αλλά όχι με το ίδιο
τρόπο στο ισχύον ευρωπαϊκό. Και αυτό γιατί η ευρωπαϊκή ένωση όπως ελεύθερα και
δημοκρατικά συστήθηκε, έτσι και λειτουργεί. Τα κράτη μέλη είναι αυτονόητο ότι
εμφορούνται από αξιοπιστία, σεβασμό και αίσθηση ευθύνης απέναντι στα υπόλοιπα
και την ίδια την ένωση. Εξαπάτηση και εκμετάλλευση του πλαισίου λειτουργίας της
ένωσης από χώρες στο όνομα της διατήρησης της ενότητας της και με την απειλή
του κλυδωνισμού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι καταδικαστέες και
αντιστρατεύονται το ίδιο το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όπως καμία χώρα
δεν εκβιάστηκε για να ενταχθεί αλλά αντιθέτως κόπιασε και κατέβαλε υπέρμετρη
προσπάθεια στο όνομα του αναγνωρισμένου τεράστιου οφέλους για την ίδια, έτσι
και δεν νοείται να εκβιάζει για να μην αποχωρήσει.
Κάθε υπεύθυνος ευρωπαίος πολίτης αναλογίζεται ότι σε ένα
διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο με μείζονες έξω ευρωπαϊκές προκλήσεις, όπως οι
μετακινήσεις πληθυσμών, η διεθνής εγκληματικότητα, οι οικονομικές αναταράξεις,
οι ιδεολογικές συγκρούσεις, η αμφισβήτηση και η εναντίωση του ευρωπαϊκού
κεκτημένου, μόνο ως αυτοκαταστροφική διάθεση θα μπορούσε να νοηθεί. Η πρόκληση
δεν είναι στην καταστροφή, στο γκρέμισμα συμμαχιών και ενώσεων κρατών, αλλά
στην ανοικοδόμηση, στο δημοκρατικό διάλογο, την ειρηνική συνύπαρξη. Σε εθνικά
διλήμματα, ο απομονωτισμός, η εσωστρέφεια και η αυτοκαταστροφή δεν έχουν θέση.
Προκαλούν τη λογική του μέσου εχέφρονος, συνετού πολίτη κάθε κράτους μέλους της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σημερινή συγκυρία είναι ιστορική και τα λόγια του Jean Monnet πρέπει να
ξανακουστούν: «Συνεχίστε, συνεχίστε. Δεν υπάρχει άλλο μέλλον για τους λαούς της
Ευρώπης εκτός από την ένωση. Κάντε τους ανθρώπους να εργάζονται μαζί, να τους
δείξουμε ότι πέρα από τις διαφορές τους και τα γεωγραφικά σύνορα εκεί βρίσκεται
το κοινό συμφέρον. Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που θέλουν να είναι
κάποιοι και αυτοί που θέλουν να κάνουν κάτι».