Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΖΟΛΕΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

O Γιώργος Καζολέας είναι Δικηγόρος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας καθώς και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης της Κύπρου. Με εμπειρία στη μάχιμη δικηγορία από το 2005, παρέχει  δικαστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς του Αστικού και Διοικητικού Δικαίου. Ειδικεύεται κυρίως σε υποθέσεις Εμπορικού και Τραπεζικού Δικαίου, Δικαίου Προστασίας των Καταναλωτών, Δικαίου Συμβάσεων, Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Δημοσιοϋπαλληλικού, Κοινωνικοασφαλιστικού, Δημόσιους Διαγωνισμούς και Μεταναστευτικού Δικαίου, καθώς επίσης και στο Δίκαιο των Ακινήτων, Δίκαιο Μισθώσεων, Δίκαιο του Διαδικτύου, Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Δίκαιο Σημάτων και Ιατρικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Από το 2005 στην Ελλάδα και από το 2016 και στην Κύπρο ο Γιώργος Καζολέα...

To νέο ένδικο βοήθημα αίτησης χρηματικής ικανοποίησης για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης

Άρθρο του Γιώργου Καζολέα (4/9/2013)
Είναι γνωστό το δικηγορικό ανέκδοτο με τους πατέρα και γιο δικηγόρους: Ο γιός δικάζει εν τέλει μια χρονίζουσα υπόθεση του πατέρα, ο οποίος κατόπιν τον κατσαδιάζει λέγοντας του ότι κακώς έφερε εις πέρας την υπόθεση με την οποία αυτός τόσα χρόνια τον σπούδαζε! Η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα αποτελεί μέγιστο πρόβλημα, για το οποίο φυσικά δεν ευθύνονται αποκλειστικά οι δικηγόροι ή οι δικαστές. Η εισαγωγή λοιπόν και στο εθνικό δίκαιο της διαδικασίας της δίκαιης ικανοποίησης των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης μέσω της καθιέρωσης του σχετικού ένδικου βοηθήματος με το νόμο 4055/2012 μόνο θετικής υποδοχής μπορεί να τύχει.
Η νομοθετική παρέμβαση
Με τα άρθρα 53-60 και 62 του νόμου αυτού καθιερώνεται η αίτηση δίκαιης ικανοποίησης (εύλογης χρηματικής αποκατάστασης) των διαδίκων για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, όπως αυτή έχει ερµηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, η οποία εξετάζεται στα πλαίσια της εθνικής έννοµης τάξης και εποµένως δεν απαιτείται προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου. Την αίτηση µπορούν να ασκήσουν όλοι οι διάδικοι που έλαβαν µέρος στη δίκη, εξαιρουµένων του Δηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των δηµοσίων νοµικών προσώπων, τα οποία δεν είναι φορείς δικαιώµατος άσκησης προσφυγής, κατά το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, λόγω του ότι πρόκειται για οργανισµούς που ασκούν δηµόσια εξουσία. Με την αίτηση οι διάδικοι προβάλλουν ότι η διαδικασία καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριµένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγµατικών και νοµικών ζητηµάτων που ανέκυψαν στη δίκη.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία παραπονείται ότι η διάρκεια της υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών, δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.
Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις. (αρ.57 παρ.1-2 Ν.4055/2012).
Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατίθεται σε Σύμβουλο ή Πάρεδρο, (β) των διοικητικών εφετείων, ανατίθεται σε Πρόεδρο Εφετών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, (γ) των διοικητικών πρωτοδικείων, ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. (αρ.54 Ν.4055.2012)
Οι πρώτες αποφάσεις
Αξίζει να αναφερθεί ότι ήδη έχουν εκδοθεί οι πρώτες αποφάσεις που επιδικάζουν χρηματική ικανοποίηση για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης βάσει του νόμου 4055/2012. Χαρακτηριστικά στην απόφαση του ΣτΕ 4467/2012 «το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα προαναφερόμενα νόμιμα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα των οκτώ (8) και πλέον ετών που μεσολάβησε από την έναρξη μέχρι τη λήξη της επίμαχης διαδικασίας δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του Ν 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε πράγματι στον αιτούντα ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας, για την αποκατάσταση δε της βλάβης αυτής κρίνεται δικαιολογημένη η επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος». (βλ.σχετ. ΣτΕ 4467/2012 Νomos, ΔΔΙΚΗ 2013/210, ΔΕφΑθ 1/2013 Nomos).
Eπίσης το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την πρόσφατη υπ’αρ. 320/2013 απόφαση του (τμήμα ν.1406 και αναστολών) έκρινε ότι η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί, αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην κρινόμενη περίπτωση, άρχισε στις 1.4.2004, με την κατάθεση της αγωγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και έληξε στις 17.4.2012,με τη δημοσίευση της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Ακολούθως, κρίθηκε ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε κυρίως μεταξύ της κατάθεσης της αγωγής της αιτούσας (1.4.2004) και του προσδιορισμού αρχικής δικασίμου (17.10.2008) και ακολούθως, μεταξύ της συζήτησης της υπόθεσης (30.1.2009) και δημοσίευση της απόφασης (17.4.2012) οφείλεται αποκλειστικώς στο χειρισμό της υπόθεσης από το δικαστήριο, χωρίς, μάλιστα, να δικαιολογείται από τυχόν νομική ιδιαιτερότητα ή αποδεικτική δυσκολία της υπόθεσης. Επίσης, κρίθηκε ότι το χρονικό διάστημα των οκτώ ετών και δεκαέξι ημερών που μεσολάβησε από την έναρξη μέχρι τη λήξη της επίμαχης διαδικασίας δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της εύλογης διάρκειας της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν.4055/2012,ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της λογικής προθεσμίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. και περαιτέρω ότι η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε πράγματι στην αιτούσα ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας και ότι για την αποκατάσταση της βλάβης αυτής πρέπει να της επιδικαστεί εύλογο χρηματικό ποσό ως δίκαιη ικανοποίηση. Τέλος, ως προς τον καθορισμό του ποσού αυτού κρίθηκε ότι νόμω βασίμως προβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο η αναλογική μείωση των επιδικαζόμενων από το Ε.Δ.Δ.Α. ποσών σε παρόμοιες υποθέσεις λόγω της καθιέρωσης ειδικού ένδικου βοηθήματος και η προσαρμογή των ίδιων ως άνω ποσών στην προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και συνακόλουθα του διαθέσιμου κατά κεφαλή εισοδήματος. (Δ.Πρωτ.Αθ.)
Διαβάστε επίσης σχετικά.: τις αποφάσεις ΕΔΑΔ της 10.10.2004, Dubjakova κατά Σλοβακίας και της 26.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας και την απόφαση – πιλότο του ίδιου δικαστηρίου της 21.12.2010, Αθανασίου κ.λπ. κατά Ελλάδος, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των ως άνω άρθρων της Συμβάσεως και, ιδίως, του άρθρου 6 παρ. 1 αυτής, με την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. 

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου