Επιλεγμένα
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Παραγραφή αγωγής : H αυτεπάγγελτη εξέταση από το δικαστήριο και το άρθρο 20 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου (κυπριακό δίκαιο)
Του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Στο κυπριακό δίκαιο της παραγραφής έχει επικρατήσει η νομολογιακή θέση ότι για την διάγνωση της παραγραφής ενός αγώγιμου δικαιώματος απαιτείται η επίκληση της παραγραφής της αγωγής από τον εναγόμενο και η παραγραφή δεν οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής. «Αν το θέμα της παραγραφής δεν εγερθεί στο δικόγραφο του διαδίκου υπέρ του οποίου ενεργεί ο χρόνος της παραγραφής, τότε η αγωγή προχωρεί κανονικά για εκδίκαση. Σε περίπτωση διαπίστωσης ότι η αγωγή είναι εκπρόθεσμη, το σωστό διάταγμα που πρέπει να εκδίδει το Δικαστήριο δεν είναι διάταγμα απόρριψης της αγωγής (διότι δεν έχει εκδικασθεί η ουσία του αγώγιμου δικαιώματος) αλλά διάταγμα αναστολής της διαδικασίας», αναφέρει χαρακτηριστικά απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.[1]
Την παραπάνω θέση επιβεβαίωσε με ρητό και σαφή τρόπο και ο Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (66(I)/2012) στο άρθρο 20: «Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή δικαιώματος έγερσης αγωγής» και στο άρθρο 21: «Στα πλαίσια διαδικασίας αγωγής την παραγραφή μπορεί να προτείνει με δικογράφηση οποιοσδήποτε διάδικος έχει έννομο συμφέρον».
Ωστόσο η παραπάνω θέση αμφισβητείται, καθώς πρακτικά μπορεί να οδηγεί στο αποτέλεσμα να εκδικάζονται αξιώσεις καταφανέστατα παραγεγραμμένες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στις παρατηρήσεις που είχε υποβάλει σε σχέση με το περιεχόμενο της πρότασης του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2011, κατά το στάδιο επεξεργασίας του από την Επιτροπή Νομικών της Βουλής, πριν αυτός δημοσιευθεί, τάχθηκε υπέρ της αυτεπάγγελτης εξέτασης της παραγραφής: «Στην πρόταση νόμου διαλαμβάνεται ότι απαγορεύεται στο δικαστήριο να λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή. Σύμφωνα με τους ιδίους (ενν. δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου), τέτοια απαγόρευση θα ήταν λανθασμένη, διότι, αν ο εναγόμενος δεν εγείρει τέτοιο ζήτημα, αλλά εμφανώς παρουσιάζεται ότι το αγώγιμο δικαίωμα έχει παραγραφεί, το δικαστήριο δε θα μπορεί να εγείρει τέτοιο ζήτημα»[2].
Επί υποθέσεως αγωγής για αστικά αδικήματα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατ’ έφεση: «Στην παρούσα περίπτωση η αγωγή καταχωρίστηκε την 1.7.14 και επομένως δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει αστικά αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν πριν την 30.6.11, διαφορετικά θα ήταν εκπρόθεσμη. Σε τέτοια δε περίπτωση το Δικαστήριο όχι μόνο έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το εκπρόθεσμο καταχώρισης μιας αγωγής, αλλά καθήκον. Αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης αφενός για να μην συντηρείται μια διαφορά που ο Νόμος δεν αναγνωρίζει και, αφετέρου, να μην παραβιάζεται η ανάγκη εξοικονόμησης δικαστικού χρόνου με την εξέταση ανύπαρκτων εκ του Νόμου διαφορών σε περαιτέρω δικαστικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ζήτημα της παραγραφής θα το εξέταζε «στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ή στα πλαίσια αίτησης παραγραφής».[3]
Στο αμφισβητούμενο θέμα της αυτεπάγγελτης εξέτασης της παραγραφής κάνει αναφορά και μια άλλη κατ’ έφεση απόφαση του Ανωτάτου το 2018, στο πλαίσιο προδικαστικής εκδίκασης του ζητήματος της παραγραφής με βάση το προϊσχύσαν του Ν.66(Ι)/20212 νομικό καθεστώς, η οποία επισημαίνει: «Η Δ.27 θ.1, δίδει το στίγμα ότι το Δικαστήριο μπορεί να εγείρει και αυτεπάγγελτα το ζήτημα ενός νομικού σημείου που εγείρεται στη δικογραφία ούτως ώστε κατά το θεσμό 2 της ιδίας Διαταγής, η αγωγή να οδηγηθεί σε εκ προοιμίου απόρριψη εάν διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει καλό αγώγιμο δικαίωμα. Το ζήτημα είναι δικαιοδοτικό και ορθό είναι να εξετάζεται κατά προτεραιότητα και να αποφασίζεται αναλόγως. Παρόλο που ο διάδικος που το εγείρει δύναται να υποβάλει σχετική αίτηση για προεκδίκαση, το Δικαστήριο δεν αποκλείεται, έχοντας υπόψη του τη δικογραφία, να το εγείρει αυτεπαγγέλτως προς εξέταση. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται ενόψει της σοβαρότητας του θέματος. Το ζήτημα ενδεχομένως να έχει τώρα διαφοροποιηθεί με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο αρ. 66(Ι)/2012, που δημοσιεύθηκε μεταγενέστερα των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης και της εκδοθείσας απόφασης ο οποίος με το άρθρο 20 έχει προνοήσει ότι το Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα την παραγραφή δικαιώματος έγερσης αγωγής. Οι αποφάσεις στην Φεσά ν. Κασάπη (1998) 1 Α.Α.Δ. 341 και Χατζηστυλλή ν. Παπαδήμα (2000) 1 Α.Α.Δ. 551, δίδουν το στίγμα ότι με βάση την πρώτη απόφαση το ζήτημα της παραγραφής πρέπει να εγείρεται στο δικόγραφο από το διάδικο που επιθυμεί να το εγείρει και με τη δεύτερη, το θέμα της παραγραφής είναι, για πολλούς λόγους που δεν είναι του παρόντος να καταγραφούν, καταλυτικό εφόσον άπτεται της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί στην ουσία την υπόθεση. Εφόσον είναι δικαιοδοτικό μπορεί να εγερθεί και αυτοβούλως από το Δικαστήριο. Επομένως, ορθά από οποιαδήποτε θεώρηση ήγειρε το θέμα της παραγραφής το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ η έννοια και έκταση του πιο πάνω άρθρου 20, θα απασχολήσει αναμφίβολα κάποια στιγμή τη νομολογία».[4]
Ενδιαφέρουσα διάκριση στη βάση των παραπάνω σκέψεων και με επιχείρημα από την δυνατότητα που παρέχει η Δ.27 Θ.1[5], επιχειρεί απόφαση ΕΔ, σύμφωνα με την οποία, «παρά το γεγονός ότι η παραγραφή συνιστά δικαιοδοτικής φύσης θέμα, το οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, επιβάλλεται όπως εξετάζεται προδικαστικά, εξακολουθεί να υφίσταται η υποχρέωση που επιβάλλει η Δ.27. Θ.1 όπως το θέμα εξετάζεται μόνο αν το αναγκαίο υπόβαθρο από το οποίο δύναται να εξαχθούν όλα τα ουσιώδη με την κατ' ισχυρισμό παραγραφή γεγονότα, είναι αποκρυσταλλωμένο και αδιαμφισβήτητο».[6]
Αντιθέτως, το γράμμα του νόμου εφαρμόζει άλλη απόφαση ΕΔ: «Στην υπό εξέταση περίπτωση, κατ΄ αρχήν επισημαίνω ότι, το ζήτημα της παραγραφής ΔΕΝ εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αλλά κατόπιν σχετικού ισχυρισμού της πλευράς της καθ΄ ης η αίτησης, ο οποίος περιέχεται σε δικόγραφο, ήτοι στην ένστασή της. Το πιο πάνω άρθρο 21, δεν περιορίζει τη δικογράφηση του θέματος της παραγραφής μόνο μέσω του δικογράφου της υπεράσπισης και αυτό είναι κάτι που αβίαστα προκύπτει από απλή ανάγνωσή του». [7]
Σταθμίζοντας τα παραπάνω, μπορούν να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα: Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την παραγραφή της εισαχθείσας προς δικαστική διάγνωση αξίωσης συναντά το νομοθετικό πρόσκομμα της ρητής διατύπωσης του άρθρου 20 του περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμου. Κατά το στάδιο της επεξεργασίας της εν λόγω διάταξης, το Ανώτατο Δικαστήριο εκφράστηκε κατά της απαγόρευσης της αυτεπάγγελτης εξέτασης, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Η ρύθμιση παραβλέπει, κατά τη γνώμη μου, την πιθανότητα καταφανώς και προδήλως παραγεγραμμένες αξιώσεις να εισέρχονται και να παραμένουν επί χρόνια εκκρεμείς στη δικαστική διαδικασία, για το λόγο και μόνο ότι δεν δικογραφήθηκε από τον εναγόμενο σχετικός ισχυρισμός παραγραφής, με ότι συνεπάγεται αυτό σε δαπάνη κόστους και χρόνου τόσο για το Δικαστήριο, που είναι ήδη υπερφορτωμένο με υποθέσεις που χρονίζουν, όσο και τους διαδίκους. Επιπλέον μια τέτοια κατάσταση αναιρεί ουσιαστικά τον πυρήνα της δικαιοπολιτικής ρύθμισης του (ουσιαστικού δικαίου) θεσμού της παραγραφής που έχει σταθεροποιητικό ρόλο και στοχεύει στην ασφάλεια δικαίου έτσι ώστε να αποφεύγεται η επ’ αόριστον αμφισβήτηση πραγματικών καταστάσεων[8].
* ο Γιώργος Καζολέας είναι δικηγόρος στην Κύπρο, τηλ.επικοινωνίας +357 95129382 , email: giorgos.kazoleas@gmail.com
[1] Δημήτρης Φέσσα κ.α. κατά Ευανθίας Κασσάπη (1994) 1 ΑΑΔ 337.
[2] Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών για την πρόταση νόμου «Ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2011» 22.5.2012 http://www2.parliament.cy/
[3] Κεντρική Τράπεζα Κύπρου κατά Ιεροδιακόνου, 2018, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε306/2016 και Ε307/2016
[4] Νεοφύτου κατά Malak, Xαραλάμπους, 2018, Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2012
[5] “Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient”
[6] Ιακώβου κατά CNP Ασφαλιστική LTD, Τσιλίδης, 2018, ΕΔ Λεμεσού
[7] Ποταμίτου κατά Phileleftheros Public Company Limited 2018, ΕΔ Λευκωσίας (η έμφαση του Δικαστηρίου)
[8] Σύμφωνα με τον Γεν.Εισαγγελέα του ΔΕΕ στην υπόθεση C-447/13 Riccardo Nencini κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σκοπός της παραγραφής, πέραν του σταθεροποιητικού ρόλου της, έγκειται, αφενός, στην αποδοκιμασία της ραθυμίας του δανειστή που δεν ασκεί τη δέουσα επιμέλεια για να προστατεύσει τα δικαιώματά του. Αφετέρου, σκοπός της παραγραφής είναι να περιορίσει τη δικαστική επιδίωξη παλαιών διαφορών, οι οποίες εγκυμονούν υψηλό κίνδυνο αυθαίρετης επιλύσεως, λόγω των δυσχερειών της αποδείξεως».
*Δημοσίευση κυπριακών δικαστικών αποφάσεων: cylaw.org
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Αθώωση για πλαστογραφία εγγράφων. Προσφορότητα εγγράφου για παραγωγή εννόμων συνεπειών
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Παραίτηση από το δικόγραφο με την Προσθήκη-Αντίκρουση
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Ηθική βλάβη του εργαζόμενου με προσβολή της προσωπικότητάς του από τον εργοδότη
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Εκδίκαση υποθέσεων σε εύλογο χρόνο: Ο κυπριακός νόμος περί αποτελεσματικών θεραπειών
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Παράλειψη αποστολής διοικητικού φακέλου από τη Διοίκηση παρά την έκδοση προδικαστικής απόφασης (ΔΠρΛαμ)
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια