Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΖΟΛΕΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

O Γιώργος Καζολέας είναι Δικηγόρος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και του Δικηγορικού Συλλόγου Λευκωσίας καθώς και του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών και Πιστοποιημένος Διαμεσολαβητής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης & Δημόσιας Τάξης της Κύπρου. Με εμπειρία στη μάχιμη δικηγορία από το 2005, παρέχει  δικαστικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες στους τομείς του Αστικού και Διοικητικού Δικαίου. Ειδικεύεται κυρίως σε υποθέσεις Εμπορικού και Τραπεζικού Δικαίου, Δικαίου Προστασίας των Καταναλωτών, Δικαίου Συμβάσεων, Δικαίου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Δημοσιοϋπαλληλικού, Κοινωνικοασφαλιστικού, Δημόσιους Διαγωνισμούς και Μεταναστευτικού Δικαίου, καθώς επίσης και στο Δίκαιο των Ακινήτων, Δίκαιο Μισθώσεων, Δίκαιο του Διαδικτύου, Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, Δίκαιο Σημάτων και Ιατρικό Δίκαιο. Μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά. Από το 2005 στην Ελλάδα και από το 2016 και στην Κύπρο ο Γιώργος Καζολέα...

Ερμηνεία του όρου «δικαστήριο» του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου


του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου

Σύμφωνα με το Άρθρο 47 (Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, «κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο». (παρ.1)

Το Άρθρο 47 περιλαμβάνει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, χωρίς να περιορίζεται σε ποινικές κατηγορίες και δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικού χαρακτήρα. Όπως είναι γνωστό ο Χάρτης εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο μόνον όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ ή παρεκκλίνουν από αυτό.

Η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ και βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα δικαιώματα που προβλέπονται στο Άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη χρηστή απονομή της δικαιοσύνης), διασφαλίζοντας κατ’ ελάχιστον, την προστασία που παρέχει το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ σε σχέση με το σύνολο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ.

Σημαντικό είναι να διευκρινισθεί τι περιλαμβάνει ο όρος «δικαστήριο» προς το σκοπό οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 47 και χρήσιμη είναι η νομολογία επί του θέματος σχετικά με το όργανο ή αρχή που μπορεί να παραπέμψει υπόθεση στο ΔΕΕ για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η κρίση του κατά πόσο το αιτούν όργανο ή αρχή εμπίπτει στην έννοια του «δικαστηρίου» του άρθρου 177 της Συνθήκης (άρ.234 ΕΚ) αποτελεί αποκλειστικά ζήτημα του κοινοτικού δικαίου.

Το ΔΕΕ κατά τη σχετική εκτίμηση, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ' αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του.[1]

Όσον αφορά στον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασίας, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 234 ΕΚ) δεν εξαρτά την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο από τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της διαδικασίας αυτής. Αντιθέτως, από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο μόνον εφόσον εκκρεμεί ενώπιόν τους διαφορά και εφόσον καλούνται να αποφανθούν στο πλαίσιο διαδικασίας που πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως δικαιοδοτικού χαρακτήρα.[2]

Έτσι κρίθηκε ότι  το επιφορτισμένο με την τήρηση ενός μητρώου δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτελεί δικαιοδοτική λειτουργία, καθώς εν προκειμένω ενεργεί ως διοικητική αρχή χωρίς συγχρόνως να καλείται να επιλύσει μια διαφορά. Τούτο συμβαίνει, π.χ., όταν αποφαίνεται επί αιτήσεως εγγραφής μιας εταιρίας σε μητρώο σύμφωνα με διαδικασία που δεν έχει ως αντικείμενο την ακύρωση πράξεως η οποία φέρεται ότι προσβάλλει δικαίωμα του αιτούντος.[3]

Τα διαιτητικά όργανα δεν υπάγονται γενικά στην παραπάνω έννοια του δικαστηρίου λόγω του προαιρετικού χαρακτήρα της διαδικασίας και της μη εμπλοκής κρατικού οργάνου ή αρχής.

Ενδιαφέρουσα πάνω στο θέμα ήταν η απόφαση του ΔΕΕ της 27ης Ιανουαρίου 2005 στην υπόθεση C-125/04[4] . Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα διαιτητικό δικαστήριο συσταθέν με σύμβαση, όπως το collège d’arbitrage de la Commission de Litiges Voyages (Βέλγιο), το οποίο εκδικάζει διαφορές μεταξύ ιδιωτών και οργανωτών ταξιδίων, δεν αποτελεί δικαστήριο κράτους μέλους σύμφωνα με το νόημα του άρθρου 234 ΕΚ, εφόσον δεν υφίσταται καμία υποχρέωση, ούτε νομική ούτε πραγματική, για τα συμβαλλόμενα μέρη να αναθέτουν την επίλυση των διαφορών τους στη διαιτησία, οι δε δημόσιες αρχές (βελγικές) δεν εμπλέκονται στην επιλογή της οδού της διαιτησίας.

Σε άλλη περίπτωση ωστόσο το ΔΕΕ έκρινε διαφορετικά και συγκεκριμένα για το εδρεύον στην Πορτογαλία, διαιτητικό όργανο Tribunal Arbitral necessário, η αρμοδιότητα του οποίου δεν προέκυπτε από τη βούληση των μερών, αλλά βασιζόταν στον εθνικό νόμο 62/2011. Ο νόμος αυτός παρείχε στο εν λόγω δικαστήριο υποχρεωτική αρμοδιότητα στις διαφορές που ανακύπτουν επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας περί φαρμάκων αναφοράς και γενόσημων φαρμάκων. Η δε εκδοθείσα από το δικαστήριο αυτό διαιτητική απόφαση αν δεν αποτελέσει αντικείμενο εφέσεως ενώπιον του αρμόδιου εφετείου, καθίσταται οριστική και έχει τα ίδια αποτελέσματα με τις αποφάσεις που εκδίδουν τα τακτικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της κατ’ αντιμωλία φύσεως της διαδικασίας, της εφαρμογής κανόνων δικαίου και της ανεξαρτησίας, αναγνωρίζοντας στο διαιτητικό όργανο δικαιοδοτική λειτουργία, ως  προϋποθέτει η ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ[5].

Tέλος, αξίζει να αναφερθεί μία υπόθεση με ελληνικό ενδιαφέρον[6],  όπου το αιτούν δικαστήριο (Ελεγκτικό Συνέδριο της Ελλάδας) υπέβαλε ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα με το δίκαιο της ΕΕ των εθνικών κανόνων που επιτρέπουν σε υπαλλήλους του δημόσιου τομέα να λαμβάνουν συνδικαλιστική άδεια. Το ΔΕΕ κλήθηκε να εξετάσει αν το Ελεγκτικό Συνέδριο είναι δικαστήριο κατά την έννοια του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ και η κρίση του ήταν ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί δικαστήριο για τους παρακάτω λόγους: α) έχει δεσμούς με το υπουργείο, που σημαίνει ότι δεν ενεργεί ως τρίτος σε σχέση με τα επίδικα συμφέροντα , β) η αρμοδιότητά του περιορίζεται σε προληπτικό «έλεγχο» των δαπανών του κράτους και δεν περιλαμβάνει την έκδοση απόφασης, γ) η απόφασή του δεν έχει ισχύ δεδικασμένου (τελεσίδικη απόφαση) και η ενώπιόν του διαδικασία δεν πρόκειται να καταλήξει στην έκδοση απόφασης δικαιοδοτικού χαρακτήρα  και δ) ο δικαιούχος της επίμαχης στην κύρια δίκη δαπάνης, δεν αποτελεί διάδικο στη διαδικασία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Από τη νομολογία του ΔΕΕ καθίσταται σαφές ότι για την κατάφαση της έννοιας του δικαστηρίου του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, είναι απαραίτητο αυτό να έχει τα χαρακτηριστικά του με νόμο συσταθέντος ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαιοδοτικού οργάνου που περιλαμβάνει κατ’ αντιμωλία διαδικασία , εφαρμόζει κανόνες δικαίου και έχει δεσμευτική δικαιοδοσία.

Η αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα είναι διαθέσιμη εδώ


[1] Βλ. μεταξύ άλλων αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1989 στην υπόθεση 109/88, Danfoss, Συλλογή 1989, σ. 3199, σκέψεις 7 και 8· της 27ης Απριλίου 1994 στην υπόθεση C-393/92, Almelo κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-1477, και της 19ης Οκτωβρίου 1995 στην υπόθεση C-111/94, Job Centre, Συλλογή 1995, σ. Ι-3361, σκέψη 9, της 17 Σεπτεμβρίου 1997 C-54/96, Dorsch Consult κλπ , σκέψη 23

[2] Βλ. μεταξύ άλλων απόφαση ΔΕΕ της 15ης Ιανουαρίου 2002, C-182/00, Lutz κ.λπ., σ. I-547, σκέψη 13

[3] Ο.π.

[4] Υπόθεση Guy Denuit και Betty Cordenier κατά Transorient – Mosaïque Voyages et Culture SA

[5] Υπόθεση C-555/13, Απόφαση ΔΕΕ της 13 Φεβρουαρίου 2014

[6] Υπόθεση C-363/11,  Απόφαση ΔΕΕ της 19ης Δεκεμβρίου 2012

 

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου