Toυ Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Το δικαίωμα πρόσβασης
σε δικηγόρο και παροχής νομικής συνδρομής αποτελεί κατοχυρωμένο δικαίωμα στην
Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3 (γ)
κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει
την υπεράσπιση του σε συνήγορο της εκλογής του, σε περίπτωση δε που δεν
διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορο, να του παρασχεθεί δικηγόρος δωρεάν, όταν
αυτό ενδείκνυται από τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
Το δικαίωμα σε
δικηγόρο θα έχανε ωστόσο την ουσιαστική του σημασία αν περιοριζόταν μόνο στο
στάδιο όπου έχει αποδοθεί από τις κρατικές αρχές η ιδιότητα του κατηγορουμένου
στον συλληφθέντα ή εξεταζόμενο ύποπτο. Αντιθέτως είναι το
προανακριτικό στάδιο εκείνο που η παροχή νομικής συνδρομής εμφανίζεται αναγκαία
στον ύποπτο, καθώς πολύ συχνά η άγνοια του αποτελεί εύφορο έδαφος για τις
ανακριτικές αρχές προκειμένου με συνοπτικές διαδικασίες και αδιαφανείς μεθόδους
να αποσπάσουν ομολογία ή να «δέσουν» κατηγορίες, παραβιάζοντας τα
δικαιώματα του.
Η Νομολογία του
ΕΔΑΔ
Στην απόφαση του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Imbriosca
κατά Ελβετίας, της 24ης Νοεμβρίου 1993, § 36 κρίθηκε ότι ναι μεν ο πρωταρχικός
σκοπός του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ όσον αφορά τις ποινικές υποθέσεις αφορά την
εξασφάλιση δίκαιης δίκης από το αρμόδιο δικαστήριο για τον καταλογισμό κάθε
εγκληματικής πράξης, αλλά δεν σημαίνει ότι το άρθρο δεν έχει εφαρμογή στην
προδικαστική διαδικασία. Η τελευταία περιλαμβάνει όπως είναι ευνόητο και την
κράτηση του υπόπτου σε αστυνομικό τμήμα για όσο χρονικό διάστημα αυτή
διαρκέσει. Η μη πρόσβαση του κρατούμενου σε δικηγόρο αποτελεί παραβίαση της
ΕΣΔΑ. Μάλιστα ακόμα και αν ο κρατούμενος έχει τηρήσει απόλυτη σιωπή κατά την
ανάκρισή του, όπως κρίθηκε στην υπόθεση Dayanan v. Turkey (απόφαση ΕΔΑΔ της
13ης Οκτωβρίου 2009) όπου ο αιτητής κατηγορήθηκε, και στη συνέχεια
καταδικάστηκε, ως μέλος της Χεζμπολάχ, και ο οποίος δεν είχε τη συνδρομή
δικηγόρου ενώ ήταν υπό κράτηση.
Πολύ συχνή είναι η
τακτική των ανακριτικών αρχών να προσάγουν υπόπτους τους οποίους βαφτίζουν ως
«μάρτυρες» προκειμένου να αποφεύγεται η επίκληση των δικαιωμάτων του υπόπτου
και κυρίως να μην εμπλέκονται στην διαδικασία οι «ενοχλητικοί» δικηγόροι. Στην
υπόθεση Brusco κατά Γαλλίας (απόφαση ΕΔΔΑ της 14ης Οκτωβρίου 2010) ο αιτητής
προσήχθη στο αστυνομικό τμήμα ως μάρτυρας και ορκίστηκε να πει την αλήθεια. Το
Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δικαίωμα σιωπής
και μη ενοχοποίησης) της Σύμβασης. Κατά το Δικαστήριο, ο αιτητής δεν ήταν απλώς
μάρτυρας, αλλά πρόσωπο "κατηγορούμενο για ποινικό αδίκημα",και ως εκ
τούτου θα έπρεπε να είχε το δικαίωμα να παραμείνει σιωπηλός και να μην
ενοχοποιηθεί, ενώ κατά τις 20 ώρες που παρέμεινε εξεταζόμενος στο τμήμα δεν
είχε συνδρομή από δικηγόρο , ο οποίος αν ήταν παρών θα μπορούσε να τον είχε
ενημερώσει για το δικαίωμά του να παραμείνει σιωπηλός.
Στην ανακριτική
πρακτική συναντάται ακόμα και η ρητή άρνηση των Αρχών να επιτρέψουν το διορισμό
συνηγόρου στον ύποπτο, παρά το αίτημά του. Στην υπόθεση Dvorski v. Croatia
(απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ης Οκτωβρίου 2015) η αστυνομία αρνήθηκε να επιτρέψει σε
έναν δικηγόρο που προσλήφθηκε από τους γονείς του υπόπτου να παραστεί κατά την
ανάκριση στο αστυνομικό τμήμα. Ο αιτητής μάλιστα ομολόγησε τα αδικήματα για τα
οποία ήταν ύποπτος (δολοφονίες, ένοπλη ληστεία και εμπρησμός) υπογράφοντας ένα
πληρεξούσιο σε άλλο δικηγόρο για την εκπροσώπησή του.
Το Δικαστήριο έκρινε
ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 της ΕΣΔΑ, διαπιστώνοντας
ειδικότερα ότι η αστυνομία δεν είχε ενημερώσει τον αιτητή για τη διαθεσιμότητα
του δικηγόρου που προσλήφθηκε από την οικογένειά του ούτε για το δικαίωμα να
είναι παρών ο δικηγόρος στο αστυνομικό τμήμα. Κατά την ανάκριση ο αιτητής
ομολόγησε τα αδικήματα με τα οποία κατηγορήθηκε και η ομολογία του έγινε δεκτή
ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα
εθνικά δικαστήρια δεν χειρίστηκαν ορθά το ζήτημα και δεν είχαν λάβει τα
αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν δίκαιη δίκη.
Για το θέμα έχει
υπάρξει καταδίκη και της Κύπρου, ενδεικτικά στην υπόθεση Panovits v. Cyprus
(απόφαση του ΕΔΔΑ της 11.12.2008) όπου ο αιτητής ήταν μάλιστα ανήλικος και ο
οποίος τελικά καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία και ληστεία.
Ο 17χρονος κρατήθηκε
στο αστυνομικό τμήμα Λεμεσού, όπου χωρίς δικηγόρο ομολόγησε τις αποδιδόμενες σε
αυτόν κατηγορίες. Όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ, δεδομένου ότι κατά τη στιγμή που η
αστυνομία ανέκρινε τον 17χρονο, ήταν απίθανο να μπορούσε να γνωρίζει το
δικαίωμά του για νομική εκπροσώπηση προτού προβεί σε οποιαδήποτε δήλωση.
Επίσης, ήταν απίθανο ότι θα μπορούσε ευλόγως να εκτιμήσει τις συνέπειες της
ανακριτικής διαδικασίας χωρίς τη συνδρομή ενός δικηγόρου σε ποινικές
διαδικασίες που αφορούσαν μια δολοφονία. Παρόλο που οι αρχές φαινόταν ότι ήταν
διατεθειμένες να επιτρέψουν στον αιτητή να επικουρείται από δικηγόρο, αν το
ζητούσε, δεν του έκαναν γνωστό το δικαίωμά του να ζητήσει την πρόσληψη
δικηγόρου. Επίσης το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρόλο που η ομολογία του
17χρονου στο πλαίσιο της αρχικής αστυνομικής ανάκρισης δεν ήταν η μόνη απόδειξη
στην οποία βασίστηκε η καταδίκη του, εντούτοις αποτελούσε σημαντικό στοιχείο
και ήταν αποφασιστικής σημασίας αναφορικά με την υπεράσπισή του. Το Δικαστήριο
συμπέρανε ότι η έλλειψη επαρκών πληροφοριών σχετικά με το δικαίωμα του
αιτούντος να συμβουλεύεται δικηγόρο πριν από την ανάκριση του από την
αστυνομία, ιδίως λόγω της ηλικίας του και του γεγονότος ότι δεν τον βοήθησε ο
κηδεμόνας του κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, συνιστούσε παραβίαση του
δικαιώματος υπεράσπισης και καταδίκασε την Κύπρο για παραβίαση του άρθρου 6 της
ΕΣΔΑ.
Η Νομοθεσία στην
Κύπρο
Ο πρόσφατος
τροποποιητικός Νόμος 22(Ι)/2017 των περί των δικαιωμάτων προσώπων που
συλλαμβάνονται και τελούν υπό κράτηση Νόμων στα πλαίσια εναρμόνισης με την
Οδηγία 2013/48/ΕΕ προβλέπει ρητώς το δικαίωμα πρόσβασης
σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του
ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Σύμφωνα με το άρθρο 3
(Δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με δικηγόρο και συγγενείς) εδάφιο (2Α):
Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας ως ύποπτος ή ως
κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές,
ανάλογα με το ποιά προκύπτει πρώτη:
(α) Προτού ανακριθεί
από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(β) εγκαίρως προτού
προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(γ) κατά τη διενέργεια
έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη
αρμόδια αρχή·
(δ) μετά τη στέρηση
της ελευθερίας του, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
Σύμφωνα με το εδάφιο
(2Β): Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο δικαίωμα υπόπτου ή κατηγορουμένου για
πρόσβαση σε δικηγόρο περιλαμβάνει το δικαίωμά του-
(α) Να έχει κατ’ ιδίαν
συνάντηση και επικοινωνία με το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί, σε οποιαδήποτε
χρονική στιγμή, περιλαμβανομένων, πριν από την ανάκρισή του από την Αστυνομία
Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή ή προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(β) να ζητήσει την
παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του: Νοείται ότι,
για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «συμμετοχή του δικηγόρου κατά την
ανάκριση» σημαίνει τη δυνατότητα δικηγόρου να παρέχει διευκρινίσεις στον πελάτη
του σε σχέση με την ακολουθητέα διαδικασία και να τον συμβουλεύει για τα
δικονομικά δικαιώματά του που σχετίζονται με την ανάκρισή του: Νοείται
περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που συμμετέχει δικηγόρος κατά την ανάκριση, το
γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία
και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίωμα·
(γ) να ζητά την
παράσταση του δικηγόρου του κατά τη διάρκεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών
στοιχείων, εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, δικαιούται να παραστεί στη
συγκεκριμένη ανακριτική πράξη, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας
νομοθεσίας.
Ο ίδιος νόμος
προβλέπει ωστόσο παρεκκλίσεις από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο.[1] Ωστόσο κάθε παρέκκλιση από το
θεμελιώδες δικαίωμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θα πρέπει να γίνεται δεκτή σε
εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις και να είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όπως αλλωστε
ρητά προνοείται στο νόμο. Ο περιορισμός του εν λόγω δικαιώματος θα πρέπει να
αποφεύγεται καθώς ως εκ της φύσεως του, είναι πιθανό να οδηγεί τελικά στην
αναίρεσή του. Το ΕΔΔΑ μάλιστα έχει κρίνει (Salduz κατά Τουρκίας, 27.11.2008) ότι
ακόμη και όταν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που κατ 'εξαίρεση δικαιολογούν την
άρνηση πρόσβασης σε δικηγόρο, ένας τέτοιος περιορισμός δεν πρέπει να
θίγει αδικαιολόγητα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου σύμφωνα με το άρθρο 6 .
Αυτό θα συμβαίνει στην περίπτωση που το δικαιώμα υπεράσπισης θα επηρεαστεί
ανεπανόρθωτα όταν ενοχοποιούνται οι καταθέσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της
αστυνομικής ανάκρισης χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο και χρησιμοποιούνται για την
έκδοση καταδικαστικής απόφασης. (giorgos.kazoleas@gmail.com)
------------------------------------------
[1] (2Δ)(α) Προσωρινή
παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη
καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας επιτρέπεται, σε εξαιρετικές
περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, όταν για λόγους
γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση
του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
(β) Προσωρινή
παρέκκλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο επιτρέπεται, σε εξαιρετικές
περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, στο βαθμό που αυτό
δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους
ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(i) Υπάρχει
επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη
σωματική ακεραιότητα προσώπου·
(ii) υπάρχει
επιτακτική ανάγκη ανάληψης άμεσης δράσης από την Αστυνομία Κύπρου προς αποτροπή
σοβαρού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.
(γ) Προσωρινή
παρέκκλιση που εφαρμόζεται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων, (α) και (β)
του παρόντος εδαφίου-
(i) Είναι
αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι
αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν
βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου
αδικήματος· και
(iv) δεν
προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(δ) Οι
προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται
με αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος της
Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών Αστυνομικών
Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και,
σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα
προβλεπόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2Α) και στις παραγράφους (α), (β)
και (γ) του εδαφίου (2Β) δικαιώματα, αυτός δύναται, είτε κατά την πρώτη
εμφάνισή του ως ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις
προσωποκράτησης, είτε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως
κατηγορούμενος, να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους
της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις
κρίνει πρέπον:
Νοείται ότι, η
απόφαση του μέλους της Αστυνομίας για εφαρμογή προσωρινής παρέκκλισης δυνάμει
των διατάξεων της παρούσας παραγράφου καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό
φάκελο.
(3)(α) Το
προβλεπόμενο στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου δικαίωμα
επικοινωνίας και το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 δικαίωμα ενημέρωσης, δεν παρέχεται
σε πρόσωπο που συλλαμβάνεται αμέσως μετά τη σύλληψή του, όταν αυτό
δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους
ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(αα) Υπάρχει
επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη
σωματική ακεραιότητα προσώπου· ή
(ββ) υπάρχει
επείγουσα ανάγκη να αποτραπεί μια κατάσταση κατά την οποία μπορεί να
παρουσιαστεί σημαντικός κίνδυνος για την ποινική διαδικασία,
και υπό
την προϋπόθεση ότι η παρέκκλιση -
(i) είναι
αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι
αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν
βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου
αδικήματος· και
(iv) δεν
προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(β) Οι
προβλεπόμενες στο παρόν εδάφιο προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με
προσηκόντως αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος
της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών
Αστυνομικών Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας
Νόμου και, σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να
ασκήσει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου
και στο άρθρο 6 δικαιώματα, αυτός δύναται είτε κατά την πρώτη εμφάνιση του ως
ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης είτε
κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως κατηγορούμενος, να ζητήσει από το
εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει
οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
(γ) Σε
περίπτωση που οι διατάξεις των υποπαραγράφων (αα) ή (ββ) της παραγράφου (α) του
παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται σε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών,
ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αναφορικά με τη στέρηση της
ελευθερίας του, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, η Επίτροπος Προστασίας των
Δικαιωμάτων του Παιδιού και οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή για την προστασία και
την ευημερία παιδιών.
Σχόλια