Mον.Πρωτ.Θηβών 1/2017: Κρίθηκε ότι εφόσον η επίδικη
μίσθωση ετράπη νομίμως σε μίσθωση αορίστου χρόνου, συνεπάγεται ότι για τη λύση
της έπρεπε να προηγηθεί καταγγελία αυτής από τους συμβαλλομένους ή εκούσια
παράδοση του μισθίου ακινήτου από την μισθώτρια και αποδοχή της παράδοσης του
από την εκμισθώτρια. Ωστόσο, τόσο η εναγόμενη όσο και η δικαιοπάροχος της -
αρχικώς μισθώτρια ουδέποτε παρέδωσαν το μίσθιο (π.χ. προσφέροντας τα κλειδιά
αυτού), ούτε κατήγγειλαν την αορίστου αυτή σύμβαση μισθώσεως.
Η αυτόβουλη αυτή εγκατάλειψη του μισθίου από την
δικαιοπάροχο της εναγομένης χωρίς προηγούμενη έγγραφη ή προφορική καταγγελία
της ένδικης μίσθωσης και χωρίς παράδοση των κλειδιών του μισθίου δεν επέφερε τη
λύση της μίσθωσης. Συνεπώς, η εναγόμενη εφόσον η σύμβαση μίσθωσης δεν έχει με
οποιονδήποτε τρόπο λυθεί (μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής) είναι υποχρεωμένη
να καταβάλει στην ενάγουσα το συμφωνημένο μίσθωμα για το αιτούμενο χρονικό
διάστημα.
«Κατά τη διάταξη του άρθ. 608 § 1ΑΚ, μόλις περάσει ο
συμφωνημένος ορισμένος χρόνος η μίσθωση λήγει «χωρίς να απαιτείται τίποτε
άλλο», επομένως η μίσθωση εδώ λήγει αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται καταγγελία
από μέρους του εκμισθωτή ή οποιαδήποτε άλλη όχληση του μισθωτή (ΑΠ 479/2001 ΕλΔ
43, σελ. 437, βλ. και Χ. Παπαδάκη, Αγωγές Απόδοσης Μισθίου εκδ. δεύτερη, σημ.
2052, 2074).
Εξάλλου η μίσθωση ορισμένου χρόνου λήγει με την πάροδο του
συμβατικού χρόνου, εφόσον δεν επακολουθήσει παράταση με συμφωνία εκμισθωτή και
μισθωτή πριν από τη λήξη της διάρκειας της ή ανανέωση ή έστω σιωπηρή αναμίσθωση
(άρθ. 611 ΑΚ) οπότε, στην τελευταία αυτή περίπτωση η σύμβαση γίνεται αορίστου
χρόνου και η λήξη της επέρχεται με καταγγελία. Οι προϋποθέσεις για τη σιωπηρή
ανανέωση είναι ότι α) ο μισθωτής πρέπει να εξακολουθήσει τη χρήση του μισθίου
μετά τη λήξη της μίσθωσης όπως ρητά ορίζει η ΑΚ 611, β) η γνώση του εκμισθωτή
τόσο για τη λήξη της μίσθωσης όσο και για τη συνέχιση της χρήσης από το μισθωτή
και γ) η μη εναντίωση του εκμισθωτή στην αναμίσθωση.
Περαιτέρω, η σύμβαση μισθώσεως μπορεί να καταργηθεί με
αντίθετη σύμβαση των συμβαλλομένων. Η αντίθετη αυτή συμφωνία (καταργητική)
μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρά, να συνάγεται δηλαδή από ορισμένη συμπεριφορά
των συμβαλλομένων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έχουμε σιωπηρή κατάργηση της
μισθωτικής σύμβασης, αν η συμπεριφορά αυτή αποσκοπεί και επιφέρει τη λύση της
σύμβασης. Τέτοια λύση της σύμβασης μισθώσεως επέρχεται και στην περίπτωση κατά
την οποία ο μισθωτής αποδώσει τη χρήση του μισθίου στον εκμισθωτή.
Συντρέχει δε οικειοθελής ή εκούσια απόδοση του μισθίου από
το μισθωτή στον εκμισθωτή, όταν αυτή πραγματοποιείται κατόπιν ρητής ή σιωπηρής
μεταξύ τους συμφωνίας, έστω και με την παράδοση των κλειδιών στα χέρια του
εκμισθωτή συνοδευόμενη από επιφύλαξη του τελευταίου ως προς τυχόν αξίωση
είσπραξης οφειλόμενων μισθωμάτων και όχι με μονομερή από την πλευρά του
μισθωτή εγκατάλειψη του μισθίου, η οποία ούτε λύση της μίσθωσης επιφέρει, ούτε
παύση πληρωμής του μισθώματος (βλ. ΕφΑΘ 198/1985 ΑρχΝομ 36.356, ΕφΑΘ
3407/1985 ΕΔΠ 1985).
Ωστόσο, η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου από το
μισθωτή χωρίς να το αποδώσει στον εκμισθωτή δεν αποτελεί παράδοση τούτου, ούτε
επιφέρει τη λύση της μισθώσεως αφού δεν εμποδίζεται αυτός (μισθωτής) να
επανέλθει και να ανακαταλάβει το μίσθιο (βλ. Χ. Παπαδάκη: Αγωγαί αποδόσεως
μισθίου, έκδ. 1990, αριθ. 709 σ. 259, ίδιου Δνη 24.502, Α.Ν. 36.89, σχετ. ΑΠ
757/84 Α.Ν. 36.88, ΕΑ198/85 Α.Ν 36.366, ΕΑ 3407/85 ΕΔΠ 1985 σ. 148, ΕΑ11/83 Δνη
24.500, ΕΑ 1715/83 Δνη 24.1408).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 601 του ΑΚ, ο μισθωτής για όσο χρόνο
παρακρατεί το μίσθιο μετά την λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το
συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να
απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την
απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης, είναι η λήξη της μίσθωσης
και η μετά από αυτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή χωρίς να
ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του
μισθίου (βλ. ΑΠ 229/2012, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)…
Εν προκειμένω...τόσο η εναγόμενη όσο και η δικαιοπάροχος της
- αρχικώς μισθώτρια ουδέποτε παρέδωσαν το μίσθιο (π.χ. προσφέροντας τα κλειδιά
αυτού), ούτε κατήγγειλαν την αορίστου αυτή σύμβαση μισθώσεως. Η αυτόβουλη
αυτή εγκατάλειψη του μισθίου από την δικαιοπάροχο της εναγομένης χωρίς
προηγούμενη έγγραφη ή προφορική καταγγελία της ένδικης μίσθωσης και χωρίς
παράδοση των κλειδιών του μισθίου δεν επέφερε τη λύση της μίσθωσης, σύμφωνα με
τα διαλαμβανόμενα στην νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας.
Συνεπώς, η εναγόμενη εφόσον η σύμβαση μίσθωσης δεν έχει με
οποιονδήποτε τρόπο λυθεί (μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής) είναι υποχρεωμένη
να καταβάλει στην ενάγουσα το συμφωνημένο μίσθωμα για το αιτούμενο χρονικό
διάστημα, ήτοι από Απρίλιο του 2011 έως Ιούλιο του 2015, έστω και αν δεν
κάνει χρήση του μισθίου για λόγους που αφορούν την ίδια ενόψει του ότι το
μίσθωμα καταβάλλεται όχι για την πραγματική χρήση του μισθίου, αλλά για την
παρεχόμενη δυνατότητα άσκησης της χρήσης, την οποία παρέχει ο εκμισθωτής (ΑΠ
585/1997 ΕλλΔνη 1998.113, ΕφΔωδ 90/2005 αδημ., ΕφΑΘ 280/2005 ΕΔΠολ 2005.371,
ΕφΛαρ 669/2004 Δικογραφία 2005.105, ΕφΠατρ 165/2004 ΑχαΝομ 2005.529, ΕφΑΘ
9482/2000 ΕΔΠολ 2004.161).
Εξάλλου, οι ισχυρισμοί της εναγόμενης περί καταχρηστικής
άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας και περί συντρέχοντος πταίσματος πρέπει
να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι το μίσθιο βρισκόταν
κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στην διάθεση της ενάγουσας, έχοντας λάβει
γνώση η τελευταία της αποχώρησης από αυτό της μισθώτριας, και ότι μπορούσε
ευχερώς να κάνει χρήση αυτού, εκμισθώνοντας σε τρίτον, πλην δεν το
χρησιμοποίησε διατηρώντας το κενό». (dsanet.gr)
Σχόλια