Με την απόφαση 819/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας
(στ'/7μ) κρίθηκε αφενός ότι οι διαφορές περί την αναγκαστική εκτέλεση, όταν η
εκτέλεση επισπεύδεται από ιδιώτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, με βάση τις κατ’
άρθρο 199 παρ 1 ΚΔΔ καταψηφιστικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που
αποτελούν τίτλο εκτελεστό, εμπίπτουν, ως διοικητικές διαφορές ουσίας, στην
δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία εφαρμόζουν αναλόγως
τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών
αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. Αφετέρου κρίθηκε ότι οι εισπράξεις των ΔΟΥ
παρά τον προορισμό
τους, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, για την κάλυψη
αδιακρίτως οποιασδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να καταστούν
ακατάσχετες στο σύνολο τους αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της αναγκαστικής
εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δικαστικής προστασίας,
απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής της εκτέλεσης του
κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών. Σύμφωνα με το
σκεπτικό της απόφασης:
«…Η κρινόμενη διαφορά, η οποία ανέκυψε από την
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου για την
ικανοποίηση απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου, η οποία απορρέει από έννομη
σχέση δημοσίου δικαίου και επιδικάσθηκε σʼ αυτόν με αμετάκλητη
απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη στη
δικαιοδοσία του διοικητικών δικαστηρίων, όπως ορθά έκρινε εν προκειμένω
το δικάσαν Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο.
…Από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο
επιτάσσει τη συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις, σε περίπτωση εκδόσεως
δικαστικής αποφάσεως η οποία, κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις,
υποχρεώνει το Δημόσιο σε συμμόρφωση και εφʼ όσον η υποχρέωση αυτή
συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού, ο ιδιώτης διάδικος δύναται, για την
ικανοποίηση της απαιτήσεως του, να χρησιμοποιήσει τα μέσα αναγκαστικής
εκτελέσεως κατά του Δημοσίου και, ειδικότερα, να προβεί στην αναγκαστική
κατάσχεση ταμειακών διαθεσίμων, χρημάτων δηλαδή του Δημοσίου, στην οικεία
οικονομική υπηρεσία. Και τούτο, διότι στην ιδιωτική, σύμφωνα με το άρθρο 4 του
ν. 3068/2002, περιουσία του Δημοσίου, στην οποία και μόνον επιτρέπεται να γίνει
αναγκαστική κατάσχεση, περιλαμβάνονται και τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου,
ανεξάρτητα από την πηγή από την οποία προέρχονται, η οποία, άλλωστε, είναι
αδύνατον να διαγνωσθεί. Δεν συνιστά δε πρόσφορο, εν προκειμένω, κριτήριο
διαφοροποιήσεως των χρηματικών διαθεσίμων του Δημοσίου σε κατασχετά ή μη
η καθʼ ύληνή κατά τόπο αρμοδιότητα των οικείων οικονομικών υπηρεσιών
του ή ο κωδικός εσόδου, με τον οποίο καταχωρίζονται τα εισπραττόμενα από το
Δημόσιο ποσά, διότι, τα στοιχεία αυτά ανάγονται σε ζητήματα εσωτερικής
οργανώσεως των υπηρεσιών του Δημοσίου, μη κρίσιμα εν προκειμένω ούτε δυνάμενα να
παρακωλύσουν την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεών του, που απορρέουν από το
Σύνταγμα. Αντίθετο επιχείρημα δεν δύναται να αντιταχθεί από την διάταξη του
άρθρου 79 περ. 2 του Συντάγματος, διότι, πάντως, τα σχετικά χρηματικά ποσά
έχουν εισαχθεί, αδιακρίτως της προελεύσεώς τους, στον προϋπολογισμό προς κάλυψη
των υποχρεώσεων του Δημοσίου και εκπλήρωση των δημοσίων σκοπών, μεταξύ των
οποίων περιλαμβάνεται και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση συμμορφώσεως
του Κράτους προς τις δικαστικές αποφάσεις.
…Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι
εισπράξεις των ΔΟΥ κατατίθενται μεν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και
68 του ΚΔΛ, στην Τράπεζα της Ελλάδας σε λογαριασμούς που ορίζονται από τον Υπ.
Οικονομικών, και σε χρέωση αυτών πραγματοποιούνται αναλήψεις χρηματικών ποσών
για την πληρωμή των εγγεγραμμένων στον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών για τις
λειτουργικές δραστηριότητες ή σκοπούς του δημοσίου, ο προορισμός, όμως, των
χρημάτων αυτών, διά μέσου του κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι γίνεται
για την κάλυψη αδιακρίτως οποιοδήποτε δημόσιας δαπάνης, δεν αρκεί για να
καταστούν ακατάσχετα στο σύνολο τους τα χρηματικά διαθέσιμα του Δημοσίου που
βρίσκονται στα ταμεία των ΔΟΥ, αλλά, ενόψει του ότι η επίσπευση της
αναγκαστικής εκτέλεσης υπηρετεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα
δικαστικής προστασίας, απαιτείται επιπλέον να δημιουργείται κίνδυνος ανατροπής
της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού ως προς την εκπλήρωση των δαπανών,
ισχυρισμό που, εν προκειμένω, το Δημόσιο δεν προέβαλε. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως
είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη, έστω και με διαφορετική, εν μέρει,
αιτιολογία, και, κατά συνέπεια ο προβαλλόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί,
καθώς και η αίτηση στο σύνολό της». (legalnews24.gr)
Σχόλια